Γραφει ο Γιάννης Σ. Καργάκος Τα χιόνια που έπεσαν χθες κι η ζέστα του σπιτιού έφεραν στον νου το παλαμικό: «Στην αργατιά, στη χωρατι...
Γραφει ο Γιάννης Σ. Καργάκος
Τα χιόνια που έπεσαν χθες κι η ζέστα του σπιτιού έφεραν στον νου το παλαμικό:
«Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος.
Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου».
Κι από τους ξωμάχους ο νους πήγε σε έναν άλλο παγωμένο μα «Άγιο» Φεβρουάριο.
Τέτοια εποχή, το 1913, οι παππούδες μας πολεμούσαν στο Μπιζάνι, τον μακρόστενο λόφο πάνω από το ομώνυμο χωριό.
Τραγουδούσαν:
«Δεν με τρομάζουν, μάνα μου, οι όλμοι, τα καννόνια
μόν’ με τρομάζουν, μάνα μου, του Μπιζανιού τα χιόνια...»
Παρόλα αυτά πολεμούσαν για να καταλάβουν το απόρθητο τουρκικό οχυρό και να απελευθερώσουν (όχι να καταλάβουν, όπως γράφει το σχολικό βιβλίο) τα Ιωάννινα.
Γράφει για τους μαχητές μας των Βαλκανικών ο Παλαμάς:
«τον ύμνο τον πολύφωνο, και σάλπισμα κι αηδόνι,
φέρνω, να πάει τη δόξα σας βαθιά κρυφά όπου καίει
του Γένους η καρδιά,
καρδιές μου, ήρωες, μάρτυρες, νεκροί γενναίοι, ωραίοι».
Ένας τέτοιος ωραίος, γενναίος νεκρός είναι ο Λορέντζος Μαβίλης.
Γράφει γι’ αυτόν ο Αυγερινός Ανδρέου:
«Το 1890 κατεβαίνει από τη Γερμανία στην Αθήνα.
Όλη η Ελλάδα τότε βρισκόταν σε έξαψη πολεμική.
Τα αλύτρωτα ελληνόπουλα της Κρήτης, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, ζητούσαν την ελευθερία τους.
Ο Μαβίλης ακούει τη φωνή τους και δεν διστάζει, ούτε αργοπορεί.
Το 1896 μαζί με τον φίλο του Κων/νο Θεοτόκη κατεβαίνουν και πολεμούν στην Κρήτη.
Το 1897 μάχεται για την ελευθερία της Ηπείρου.
Σε μάχη στα Πέντε Πηγάδια τραυματίζεται σοβαρά».
Με την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού ο βουλευτής πλέον και μπον βιβέρ Μαβίλης τα παρατάει όλα και πάει τρίτη φορά να πολεμήσει. Μαζί του και ο δημοσιογράφος, λόγιος και ποιητής Νίκος Καρβούνης.
Σκοτώθηκε στον Δρίσκο, βορειοανατολικά του Μπιζανίου στις 28 Νοεμβρίου.
Κατά τον Καρβούνη τα τελευταία του λόγια ήταν: «Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο αλλ’ όχι και την τιμήν να θυσιάσω την ζωήν μου για την Ελλάδα μου».
Και να μην το είπε (για να προλάβουμε τους λεγόμενους αποδομητές «ιστορικούς») έπραξε σαν να το είπε!
Ένα άλλο συγκινητικό περιστατικό είναι η θυσία ενός στρατηγού.
Αυτός θυσίασε κάτι ανώτερο από τη ζωή του: το παιδί του.
Στις 29 Νοεμβρίου έγινε η μάχη στα Πεστά.
«Στα Πεστά και στο Μπιζάνι,
μάνα μου, τι κρύο κάνει!...»
Μετά από την ένδοξη αυτή μάχη οι ελληνικές δυνάμεις παρατάχθηκαν προ του Μπιζανίου.
Η ΙΙ μεραρχία είχε ως βάση τη Μανωλιάσσα, κοντά στη Δωδώνη, νοτιοδυτικά του Μπιζανίου.
Στις μάχες που έγιναν εκεί, αρχές Ιανουαρίου 1913, έπεσε νεκρός ο γυιός του διοικητή της ΙΙ μεραρχίας Κωνσταντίνου Καλάρη, ο Σπυρίδων Καλάρης.
Έφεδρος ανθυπολοχαγός και παρότι ασθενής, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή στη θέση του φονευθέντος λοχαγού του.
Ο Ψαριανός στην καταγωγή πατέρας ασπάσθηκε το παιδί του και το αποχαιρέτησε με αυτά τα υπέροχα λόγια:
«Η ημέρα αυτή, παιδί μου, είναι ημέρα ευτυχίας διά τον στρατηγόν και δυστυχίας διά τον πατέρα.
Ανθυπολοχαγέ Καλάρη, εξετέλεσες λαμπρά το καθήκον σου.
Εύγε, αιωνία σου η μνήμη, παιδί μου».
Ακολούθως ο στρατηγός Καλάρης, αφού ρύθμισε τα της ταφής του παιδιού του, γύρισε στη συνέχιση της αποστολής του.
Στον Μικρασιατικό επρόκειτο να χάσει και έναν άλλο γυιό...
Έτσι γιόρταζαν τότε οι Έλληνες τα όσα χρόνια μετά το 1821!