Στή Ρούμελη , οι Τούρκοι, από τά μέσα τού 18ου αιώνα είχαν αναθέσει σέ Ρωμιούς στρατιωτικούς αρχηγούς τήν φύλαξη τών διόδων (δερβένια π...
Στή Ρούμελη, οι Τούρκοι, από τά μέσα τού 18ου αιώνα είχαν αναθέσει σέ Ρωμιούς στρατιωτικούς αρχηγούς τήν φύλαξη τών διόδων (δερβένια περσ. ντερμπέντ) καί τήν διαφύλαξη τής ασφάλειας μίας περιοχής από τίς δραστηριότητες τών κλεφτών.
Η περιοχή τής δικαιοδοσίας τους ονομαζόταν αρματολίκι.
Ο αρματολισμός στή Στερεά Ελλάδα είχε αναπτυχθεί περισσότερο από ότι στήν Πελοπόννησο καί μέσω αυτού τού θεσμού αναδείχτηκαν ισχυρές αρματολικές οικογένειες, οι οποίες ξεπέρασαν σέ δύναμη ακόμα καί τούς κοτζαμπάσηδες.
Οι πιό γνωστές οικογένειες αρματολών ήταν τού Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο, τού Ράγκου στόν Άνω Βάλτο, τού Σταθά καί αργότερα τού Καραΐσκου ή Ίσκου στόν Κάτω Βάλτο, τού Γρίβα στή Βόνιτσα, τού Μπουκουβάλα στά Άγραφα, τού Συκά ή Βλαχόπουλου στό Καρπενήσι, τού Μπάκολα στό Ραδοβίτσι, τού Κοντογιάννη στό Πατρατζίκι (Υπάτη), τού Νικοτσάρα στόν Όλυμπο, τού Βλαχάβα στά Χάσια, τού Αθανασίου Γραμματικού (παππού τού Διάκου) στόν Παρνασσό καί τού Στουρνάρη στόν Ασπροπόταμο.
«Γώγος Μπακώλας πολεμάει μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο καί ανομιά μεγάλη,
νά πολεμάν οι εκατό μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους!
Ο Γώγος έβγαλε φωνήν από τό μετερίζι.
- Γιά πολεμάτε δυνατά καί σκούζτε τά μεγάλα,
νά ραϊσθούνε τά βουνά καί νά σκισθούν οι κάμποι,
γιά νά γλυτώσουν τή σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια,
πού κυνηγιώνται σάν αρνιά, καί σκούζουν καί βελάζουν.
Ο πόλεμος εκράτησεν απ' τό πουρν' ως τό βράδυ,
κ' εγλύτωσαν οι Χριστιανοί κ' ετσάκισαν οι Τούρκοι.»
Δημοτικό τραγούδι
Ενώ στόν Μοριά η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προκρίτους κατάφερε, περί τό 1800 νά εξοντώσει τούς κλεφταρματολούς, στή Ρούμελη η πολιτική τού Αλή πασά των Ιωαννίνων ενίσχυσε τούς αρματολούς εις βάρος τών προκρίτων.
Η σύγκρουση πού ακολούθησε, μεταξύ τού Αλή πασά καί τών σουλτανικών δυνάμεων, είχε σάν αποτέλεσμα νά αυξηθεί ακόμη περισσότερο η δύναμη τών αρματολών.
Αρματολοί όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Ιωάννης Ρούκης καί οι Γριβαίοι θά αντιμετώπιζαν από κοινού μέ τόν Τεπελενλή τίς δυνάμεις τού σουλτάνου Μαχμούτ καί όταν η τύχη τού Αλή θά τόν εγκατέλειπε, οι παραπάνω οπλαρχηγοί θά ξεκινούσαν πρώτοι τήν επανάσταση ταυτίζοντας τό μέλλον τους μέ τό μέλλον τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία.
«Η Στερεά Ελλάς κατεπιέζετο καί εξηντλείτο πολλά έτη υπό τόν Αλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός, εγυμνούτο, καί ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δέ καί εφονεύετο.
Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τούς Τούρκους κατά τών Χριστιανών, τούς Χριστιανούς κατά τών Τούρκων καί τούς οικείους κατά τών οικείων, εβράβευε τήν κακίαν, επαίδευε τήν αρετήν, διέφθειρε τόν λαόν όλον καί εθεώρει καί αυτήν τήν οικειακήν τιμήν τών αθλίων ραγιάδων καθημερινόν παίγνιον τών αισχρών καί απλήστων επιθυμιών του.
Επειδή εξ αιτίας τής τυραννίας επλεόναζεν η ληστεία, ο Αλής εις εξόντωσιν αυτής είχε χρείαν μεταβατικών οπλοφόρων καί η χρεία αύτη διετήρει τά πολυθρύλλητα καπητανάτα τών μερών εκείνων.
Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταίς ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο τόν στρατιωτικόν βίον, ευρίσκοντες εν αυτώ ασφάλειαν, άνεσιν, τιμήν καί κέρδος, ώστε αυτός ο δεσποτισμός καί αυτή η τυραννία τού Αλή εγύμναζαν καί προητοίμαζαν αγνώστως τήν ευτυχή ανέγερσιν τής Ελλάδος.
Η καταδρομή του συνετέλεσε τά μέγιστα εις γενικήν εφόπλισιν τών βουλομένων καί δυναμένων Ελλήνων νά φέρωσι όπλα, τών μέν υπέρ αυτού, τών δέ κατ' αυτού, ώστε η Στερεά Ελλάς εφαίνετο, κατ' εκείνας τάς ημέρας όλη στρατόπεδον.»
Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάσταση
Στά τελευταία χρόνια τής τουρκοκρατίας, οι καπετάνιοι τής Ρούμελης ήταν πανίσχυροι. Τό αρματολίκι τού Στορνάρη γιά παράδειγμα περιελάμβανε 120 κτηνοτροφικά χωριά. Ο κάθε αρματολός φρόντιζε νά κληροδοτεί τό αρματολίκι του στόν αξιότερο γιό του. Έτσι δημιουργήθηκαν οι οικογένειες τών αρματολών, τά περίφημα ουτζάκια. Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη πού έζησε μέ τούς αρματολούς τού Ολύμπου, η ζωή τους ήταν απίστευτα σκληρή, κινούνταν μέ μεγάλη ταχύτητα ακόμα καί μέσα στή νύκτα, ενώ έπρεπε νά αντέχουν στήν πείνα, στή δίψα, στό δριμύ ψύχος καί στήν αφόρητη ζέστη. Τούς ένωνε όμως όλους τό "ασίγαστον κατά τών Τούρκων μίσος", κάτι πού πιστοποιεί ότι οι κλεφταρματολοί είχαν πλήρη συνείδηση τής εθνικοαπελευθερωτικής τους αποστολής.
Η στολή τού καπετάνιου ήταν χρυσοκέντητη καί στό σελάχι του είχε όπλα πού έλαμπαν από τό ασήμι καί τό χρυσάφι. Τά παλληκάρια του ήταν άριστοι χειριστές στό σπαθί, ικανοί στή σκόπευση καί τά αρματά τους δέν τά αποχωρίζονταν ποτέ, αφού τά θεωρούσαν ιερά καί άσπιλα. Σύμφωνα μέ τή λαϊκή παράδοση ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε φονεύσει τόν Τουρκαλβανό Βεληγκέκα από εξαιρετικά μεγάλη απόσταση
«Τ' αντρειωμένου τάρματα δέν πρέπει νά πουλιούνται
μόν'πρέπει τους στήν εκκλησιά κι'εκεί νά λειτουργιούνται.»
Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, είχαν μυηθεί αρκετοί κάτοικοι τής περιοχής στήν Φιλική Εταιρεία. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν οι Ιωάννης Στάμου Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκου, Ιωάννης Φίλων, Ησαΐας επίσκοπος Σαλώνων (Αμφίσσης), Ανανίας επίσκοπος Θηβών καί Λεβαδείας, Αθανάσιος Διάκος, Ιωάννης Γκούρας, Βασίλειος Μπούσγος, Πανουργιάς, Αθανάσιος Ζαρίφης, Δήμος Σκαλτσάς καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης. Από τά τέλη τού 1820 η κίνηση τών Φιλικών είχε γίνει απερίσκεπτα προκλητική καί σέ αυτή τήν κίνηση πρωτοστατούσε ο Ησαΐας, ο οποίος είχε επιστρέψει από τήν Κωνσταντινούπολη μέ οδηγίες από τά ηγετικά στελέχη τής Φιλικής Εταιρείας. Ιδιαίτερα η Φωκίδα αποτέλεσε γιά τή Ρούμελη ότι η Αχαΐα γιά τόν Μοριά.
«Ο Αλής εκυρίευσε επί τών λαμπρών ημερών του τό Σούλι καί ηνάγκασε τούς Σουλιώτας νά καταφύγωσιν εις ξένην γήν καί νά ψωμοζητώσιν.
Ο άοκνος καί προσεκτικός Αλής ωφεληθείς εκ τής πρός τούς Σουλιώτας κακής διαθέσεως τού αντιπάλου του, καί εγκολπωθείς αυτούς, τοίς απέδωκε τήν πατρίδα των, τούς εμίσθωσεν ως συναγωνιστάς του καί αντήλλαξεν εις αμοιβαίαν ασφάλειαν καί ομήρους. Εν ώ δέ ταύτα ενηργούντο, ούτε η ελληνική επανάστασις είχεν εκραγή, ούτε οι Σουλιώται εγνώριζαν τά τής Εταιρείας.
Οι υπόλοιποι Έλληνες ατενίζοντες μακρόθεν εις τήν απότομον Κιάφαν, τήν έβλεπαν διά τού λογισμού των ως λαμπάδα καιομένην εφ' υψηλής περιωπής εις φωτισμόν τών εν τή σκότει τής δουλείας καθημένων καί εις χειραγωγίαν των.»
Σπυρίδων Τρικούπης γιά τήν επιστροφή τών Σουλιωτών στήν πατρίδα τους
«Οι πρώτοι τής Ελλάδος κατακτηταί σουλτάνοι Οθωμανοί, διά νά διατηρήσωσιν εις τέλειαν υποταγήν τούς Έλληνας μετώκισαν εκ τού Ικονίου τής Μικράς Ασίας τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων Οθωμανών (η ιστορία επαναλαμβάνεται καί σήμερα τό 2021, όταν η Τουρκία σέ συνεργασία μέ τήν Αριστερά καί τήν ΝΔ εποικίζει μέ εκατομμύρια πλέον μουσουλμάνους τήν πατρίδα μας), τούς υπό μέν τών Ελλήνων Κονιάρους, υπό δέ τών Οθωμανών Ιβλιάτι Φατιχάν καλουμένους, ήτοι τέκνα τών κατακτητών, τούς μετώκισαν, λέγω, εις τάς πεδινάς επαρχίας τής Θράκης, Μακεδονίας καί Θεσσαλίας, τούς δέ τά χωρία ταύτα κατοικούντας Έλληνας απεδίωξαν, ούτοι δέ αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τά ορεινά μέρη καί απεκατεστάθησαν εις τά άγονα καί τραχέα τών χωρών τούτων μέρη.
Οι ευτολμότεροι τούτων δράττοντες τά όπλα καί συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τούς άρπαγας καί αποξενώσαντας απ' αυτών τήν πατρώαν γήν καί διά νά συντηρώνται ηναγκάζοντο νά φορολογώσι τούς κατοίκους, λαμβάνωντες παρ' αυτών τήν διά τούς υπ' αυτούς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ονομαζομένην, λουφές τών παληκαριών. Ενίοτε δέ οι αρχηγοί ούτοι μετά τών υπ' αυτούς στρατιωτών καταβαίνοντες εις τά χωρία τά πεδινά παρηνώχλουν τούς κατοίκους οθωμανούς καί φέροντες κατ' αυτών τό πύρ καί τόν σίδηρον, κατέστρεφον πάν τό προστυχόν, ηφάνιζον δέ ιδία τά μεγάλα κτήματα τσιφλίκια τών ισχυρών Οθωμανών.
Ούτοι δέ, εις τήν φωνήν τής ανάγκης υπείκοντες, εμεσίτευον παρά τή εξουσία, όπως κηδομένη τού συμφέροντος τών κατοίκων καί εκείνου τής δημοσίας ασφαλείας, γένη μερχαμέτη, νά λάβη δηλαδή πρόνοιαν διορίζουσαν αυτούς φύλακες κοινότερον δέ καπετάνιους. Αλλά, διά νά λάβη ο αρματωλός καπετάνιος τήν καπετανίαν τής επαρχίας, έπρεπε νά έχη αρχαίαν καταγωγήν ή ο ίδιος εξερχομένος τής υποταγής τού ραγιαλικίου συσσωματούμενος μετ' άλλων συντρόφων νά διατρέξη ευρύ στάδιον πάλης μετά τών Οθωμανών, αποδεικνύων ούτως εις τήν οθωμανικήν εξουσίαν τήν επιτηδειότητα, καρτεροψυχίαν καί ικανότητα αυτού.
Τότε πλέον ήρχιζε νά σκέπτηται περί τής προσφοράς τής παντουρίας, καπετανίας εις τόν άγριον τούτον αρματωλόν, εις τόν οποίον ευρισκόμενον εις τήν άγριαν ταύτην κατάστασιν, απέδιδον τό επώνυμον κλέπτης, όταν δέ ούτος ελάμβανε τόν μουρασελέν, δικαστικήν απόφασιν ελέγετο παντούρης ή καπιτάνος. Οι άνδρες ούτοι, οίτινες ένεκα τής δουλείας καί τής καταπιέσεως κατέφευγον εις τά όπλα, πολλάκις καί πολλαχώς απέδειξαν ότι είχον φρονήματα υψηλά υπέρ τής ελευθερίας καί ανεξαρτησίας τής πατρίδος.
Αι μεγαλήτεραι λοιπόν τών ελπίδων τού έθνους υπήρχον εις τούς οπλαρχηγούς τούτους τής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου, διά τούτο καί οι απόστολοι τής Φιλικής Εταιρίας εις αυτούς προσέδραμον, εξαιτούμενοι κατά πρώτον τήν συνδρομήν τής πρός απελευθέρωσιν τής πατρίδος, ευρόντες δέ τούτους προθυμοτάτους, ήρχισαν αμέσως τάς προετοιμασίας διά τήν γενικήν τής Ελλάδος Επανάστασιν.»
Λάμπρος Κουτσονίκας 1863 - Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως
«Άπαντες οι αρματωλοί τού Ολύμπου καταφυγόντες εις Σκιάθον καί συγκροτήσαντες αυτόθι καταδρομικόν στόλον εξ 70 περίπου πλοιαρίων εξηκολούθησαν τόν αγώνα κατά θάλασσαν (1807). Οι επί τώ σκοπώ τούτω συνελθόντες ονομαστί άνδρες ήσαν ο εκ Βάλτου Γιάννης Σταθάς, γαμβρός τού Βουκουβάλα, ο Καζαβέρνης, οι αρματολοί τού Ολύμπου Βλαχάβας, Λαζαίοι, Τζαχίλας, Μπιζιώτης καί Σύρος, ο Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης, ο Ναούσης αρματολός Ρομφέης καί ο Νίκος Τσάρας. Γενικός αρχηγός τού στολίσκου προεχειρίσθη ο Σταθάς, όστις ανεπέτασεν, αντί τής πρότερον κυματιζούσης επί τών πλοίων εκείνων ρωσικής σημαίας, σημαίαν ελληνικήν φέρουσα επί κυανού πεδίου λευκόν σταυρόν.
Ο καταδρομικός ούτος στόλος, ού μόνον εις τά οσμανικά παράλια καί πλοία κατήνεγκε πληγάς πολλάς αλλά καί πρός αυτά τά πολεμικά σκάφη ετόλμησε ν' αντιπαραταχθή.
Μαύρο καράβ' αρμένιζε στά μέρη τής Κασσάνδρας,
Είχε πανιά κατάμαυρα καί τ' ουρανού παντιέρα,
Εμπρός κορβέτα μ'άλικο μπαϊράκι τού εβγήκε,
"Μάϊνα! φωνάζει τά πανιά, ριξέ τά, λέγει κάτω!"
"Δέν τά μαϊνάρω τά πανιά, ουδέ τά ρίχνω κάτω!
Εγώμαι ο Γιάννης τού Σταθά, γαμπρός τού Μπουκουβάλα.
Τράκο λεβέντες, ρίξετε στήν πλώρη τό καράβι,
Τών Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μή ψηφάτε"
Αλάχ, Αλάχ! οι άπιστοι κράζουν καί προσκυνούνε.
Εν αρχή τού 1808, ο αρματολός Χασιών παπά Ευθύμιος Βλαχάβας, συνεκάλεσε σύνοδον καί αναγορευθείς παρ' όλων αρχηγός επεχείρησε τήν διοργάνωσιν νέου επαναστατικού κινήματος εκ συνεννοήσεως μετά τών άλλων τής Στερεάς Ελλάδος αρματολών καί αυτών τών εν Τρικκάλοις καί Λαρίση Τούρκων, οίτινες ηγανάκτουν ωσαύτως κατά τής τυραννίας τού Αλή. Νέα δέ σύνοδος συνελθούσα εν Ολύμπω ώρισεν ημέραν τής ενάρξεως τού αγώνος τήν 29ην Μαΐου, τήν ειμαρμένην ημέραν καθ' ήν έπεσεν η Κωνσταντινούπολις. Αλλά τό βούλευμα επροδόθη εις τόν Αλήν, πολλοί τών συνωμοτών καί πρώτοι οι Οσμανίδαι τής Θεσσαλίας επαλιμβούλησαν, ολίγοι δέ μετά τού Βλαχάβα επέμειναν εις τό νά αναρρίψωσιν τόν κύβον.
Ο Αλής κατέφυγεν κατά τήν συνήθειάν του εις επιορκίας ίνα απαλλαγή τού φοβερού εκείνου αντιπάλου. Δι' αμνηστιών καί ποικίλων άλλων επαγγελιών παρέπεισεν τόν Βλαχάβαν νά αναλάβει τό αρματολίκι του. Καί άμα τούτου γενομένου συνέλαβε τόν ήρωα καί μετά φοβεράς βασάνους καθυπέβαλεν εις οίκτιστον θάνατον.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
«Σταίς δεκαπέντε τού Μαγιού, σταίς είκοσι τού μήνα,
ο Βελή Γκέκας 'κίνησε νά πάη στόν Κατσαντώνη.
Επάτησε κ' εκόνεψε σενού παππά τό σπήτι.
- "Παππά ψωμί! παππά κρασί! νά πιούν τά παλληκάρια".
Κι εκεί πού τρώγαν κ' έπιναν, κ' εκεί πού λακρεντίζαν,
μαύρα μαντάτα τούρθανε από τόν Κατσαντώνη.
Στά γόνατα γονάτισε - "Γραμματικέ!" φωνάζει,
"Τά παλληκάρια μάζωξε, κι' όλον τόν ταϊφά μου,
κ' εγώ παγαίνω από μπροστά, στήν κρύα τή Βρυσούλα".
Στήν στράτα όπου 'πήγαινε, στή στράτα πού παγαίνει,
οι Κλέφτες τόν καρτέρεψαν καί τόν γλυκορωτούσαν.
- "Πού πάς Βελή Μπουλούκπαση, ρετζάλι τού Βεζίρη;"
- "Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα Κατσαντώνη."
Κι' ο Κατσαντώνης 'φώναξεν από τό μετερίζι.
- "Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είναι εδώ ραγιάδες,
γιά νά τούς ψένης 'σάν τραγιά, σάν τά παχυά κρυάρια!
Εδώ 'ναι λόγκοι καί βουνά, καί κλέφτικα τουφέκια."
Τρία τουφέκια τώδωκαν, τά τρία 'ράδα αράδα,
τό 'να τόν πήρε ξώδερμα, καί τ' άλλο στό κεφάλι,
τό τρίτο, τό φαρμακερό, τόν πήρε στήν καρδιά του,
τό στόμα τ' αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι.»
Θάνατος τού Βεληγκέκα - Συλλογή Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου
«Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε τό παλαί ποτέ μακαριστόν γένος ημών τών Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός νά διδάσκη τους νέους καν τήν γραμματικήν τέχνην.»
Νικόλαος Σοφιανός στόν επίλογο τής Γραμματικής του - 1544
«Οι Αλβανοί κορεσθέντες αίματος, ζωγρήσαντες τά τήδε κακείσε εις τά δάση καί δρυμούς καί σπήλαια διασκορπισθέντα αδύνατα πλάσματα, απέστειλαν αυτά εις Ιωάννινα δίκην κτηνών. Αυθημερόν δ' οι Αλβανοί απεφάσισαν νά εκστρατεύσωσι κατά τής Ρινιάσης, χωρίου κειμένου εν τή πετρώδει χώρα τής Λάμαρης μεταξύ Πρεβέζης καί Άρτης, απέχοντος έξ ώρας τού Σουλίου καί ολίγον τής θαλάσσης, όπως εξολοθρεύσωσι καί τούς εκεί ευρισκομένους Σουλιώτας.
Φθάσαντες οι εχθροί τή 23η Δεκεμβρίου 1803 εις Ρινιάσαν, κατέλαβον τούς κατοίκους αυτής εξ απροόπτου, ενασχολουμένους αμερίμνως εις τάς αγροτικάς εργασίας καί άλλους μέν εφόνευσαν άλλους δέ εζώγρησαν. Μεταξύ τών αθλίων κατοίκων τού χωρίου ευρίσκετο καί τίς πολυμελής οικογένεια τού Γεωργάκη Μπότση, συγκειμένη εξ ένδεκα ψυχών. τής οικοδεσποίνης, συζύγου τού Μπότζη, απόντος, Δέσπως καλουμένης, επτά θηλέων καί τριών ανηλίκων αρρένων τέκνων, εγγόνων καί νυμφών αυτής.
Η μήτηρ Δέσπω Μπότζη, τάς βανδαλικάς σφαγάς τών Αλβανών κατά τών αθώων συμπολιτών της βλέπουσα καί συμπεραίνουσα ότι καί αύτη μετά τών πεφιλημένων τέκνων καί εγγόνων της μέλλει νά υποστή τήν αυτήν τύχην, κλείεται μετά τών θυγατέρων, τών νυμφών καί τών εγγόνων της εν τώ πύργω "Κούλα τού Δημουλά" λεγομένω καί εκπληρώσασα χρέος ανδρός, υπερασπίζουσα διά τών όπλων μετά τών περί αυτήν τόν πύργον, πολεμούσα ανενδότως κατά τών Αλβανών καί ιδούσα ότι πρός αποφυγήν τής ατιμίας καί τής αιχμαλωσίας άλλη σωτηρία δέν υπήρχεν, ειμή ο θάνατος ... ήναψεν διά τής χειρός της τήν πυρίτιδα καί εν τώ άμα τά αθώα εκείνα πλάσματα, ένδεκα εν όλοις, εγένετο θύματα υπέρ πίστεως, τιμής καί ελευθερίας.»
Ιστορία τού Αλή πασά καί ολοκαύτωμα τής Δέσπως Μπότση - Τρύφωνος Ευαγγελίδου 1896