GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Στο δρόμο για το Πετρίτσι

Στο δρόμο για το Πετρίτσι (Διήγηση του Λεωνίδα [1]) Ποιοι να ήταν αυτοί που τρέχανε μέσα στα πυκνά δέντρα και τα ψηλά ...





Στο δρόμο για το Πετρίτσι

(Διήγηση του Λεωνίδα [1])

Ποιοι να ήταν αυτοί που τρέχανε μέσα στα πυκνά δέντρα και τα ψηλά χόρτα της πλαγιάς;
Χάνονταν για μια στιγμή πίσω από τις βελανιδιές και τα κέδρα και ξαναφαίνονταν μετά στο άνοιγμα μιας λόχμης.
Πού πήγαιναν;
Βαδίζαμε σε ένα μονοπάτι, αλλά η προσοχή όλων μας ήταν σ’ αυτούς.
Να ήταν Κομιτατζήδες;
Ο Ταγματάρχης παραμέρισε λίγο, τεντώθηκε πάνω στη σέλλα του και έβγαλε από τη θήκη τα κυάλια για να δει.
Μετά γύρισε και διέταξε:

«Οι οδηγοί! Να έρθουν αμέσως οι οδηγοί!»

Ο Αλής και ο Χασάν, νεαροί Τούρκοι χωριάτες με πλατείς, δυνατούς ώμους και σιταρόχρωμα πρόσωπα, στάθηκαν δίπλα στη φοράδα του Ταγματάρχη.
Ένας Δεκανέας, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα, τους ρώτησε αν γνωρίζουν αυτούς που τρέχανε στην πλαγιά.
Εκείνοι, με χαμογέλο καθησυχαστικό, βεβαίωσαν ότι οι μυστήριοι δρομείς ήταν χωρικοί.

«Να τους φωνάξουν να σταματήσουν αμέσως!»

Με ένα σάλτο, ένας οδηγός σκαρφάλωσε πάνω σε μια πέτρα, έκανε χωνί τα χέρια του και άρχισε να φωνάζει:

«Ιμπραήμ! Μουσταφά! Ντουρ! ... Ντουρ, μπρε!»

Οι παράδοξοι δρομείς σταμάτησαν προς στιγμή αναποφάσιστοι.
Οι οδηγοί συνέχισαν να φωνάζουν:
«Korkma bre … bizim asker!» 
(μη φοβάστε, είναι δικός μας στρατός).
Σε λίγο, οι χωρικοί ήταν δίπλα στον Ταγματάρχη. 
Χαιρέτησαν φέρνοντας το δεξί χέρι στην καρδιά, στα χείλη και στο μέτωπο, και περίμεναν σιωπηλοί.
Ο διερμηνέας, που θεώρησε λογικό να μεταφράζει όχι μόνον τα λόγια, αλλά και το αυστηρό ύφος του 

Ταγματάρχη, τους ρώτησε απότομα :

«Πού τραβάτε τόσο βιαστικοί;»
«Εδώ παρακάτω, στη ρεματιά ...»
«Και τι ζητάτε;
Μην τυχόν ξέρετε να βρίσκονται εδώ γύρω Βούλγαροι;»
«Όχι, Τσαούς εφέντη ...
Οι Βούλγαροι κυλάνε σαν το ποτάμι το χειμώνα και φεύγουν από τις ρεματιές κατά τη Σόφια …»
«Πότε φύγανε απ’ το χωριό σας;»
«Τη νύχτα.
Όταν έπαψε η χτεσινή μάχη, μόλις σκοτείνιασε, έζεψαν τα κανόνια, πήραν τους λαβωμένους τους και τσακίστηκαν στον κατήφορο.
Ο Μουχτάρης μας είχε όρεξη για χωρατά και ρώτησε ένα μεγάλο κομμαντάρ:
Γιατί πάτε από δω;
Δεν λέγατε ότι θα πάτε στο Σελανίκ να κρεμάσετε τους Γιουνάνηδες;»
«Μπα, έτσι λέγανε και χτες;»
«Βαλλά (μα τω Θεώ), Τσαούς εφέντη.
Κι ο κομμαντάρ ο Βούλγαρος είπε του Μουχτάρη: 
Πώς να πάμε στο Σολούν που βγήκαν οι Γκρεκομάνοι από το χώμα ένα γύρο, σαν τα μυρμήγκια;»
«Άαα, έτσι είπε … Και πού κρύβονται τώρα;»
«Ακούσαμε πως καρτερούν στο Σέλτσοβο και στο Μπάνσκο, μα δεν ξέρουμε.»
«Και σεις τι πάτε να κάμετε στη ρεματιά;»
«Θα θυμώσει ο Μπίνμπασι μπέης [2]…»
«Πείτε την αλήθεια, και μη φοβάστε.»
«Πάμε για πλιάτσικο, Τσαούς εφέντη, γιατί ένας βοσκός μας είπε πώς μέσα στη ρεματιά αφήκανε τους λαβωμένους τους, και πως εκείνοι ξυλιάσανε τη νύχτα από το κρύο.»
«Και τι θα πάρετε απ’ αυτούς;»
«Παπούτσια, κανένα ρούχο, φουκαράδες άνθρωποι είμαστε Τσαούς εφέντη ...»

Ο Ταγματάρχης γέλασε δυνατά.

«Ας πάνε! 

Αυτοί οι χωριάτες μας κάνουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν, και τη δουλειά των ανιχνευτών όταν ασχολούνται με τη σκύλευση των Βουλγάρων. 
Να πάνε όμως μαζί τους και μερικοί δικοί μας με μυαλό, που να ξέρουν και τα τούρκικα. 
Να κοιτάξουν μην είναι ακόμη ζωντανός κανένας τραυματίας και να με ειδοποιήσουν. 
Εμπρός!»

Και η φάλαγγα, που στο μεταξύ είχε σταματήσει, κίνησε πάλι βιαστική κατά τον κατήφορο, ενώ οι Τούρκοι, μαζί με 5-6 Στρατιώτες, τράβηξαν δεξιά και χάθηκαν σε μια βαθειά ρεματιά.


Οι αντηρίδες του Μπέλες, προς την πεδιάδα της Στρώμνιτσας, ήταν γεμάτες νεροφαγώματα.
Το αργιλλώδες έδαφος έτριζε κάτω από το βαρύ πάτημα των Διμοιριών.
Στενοί κατηφορικοί αυχένες, σαν πλοκάμια τεράστιου χταποδιού, ξεκολλούσαν από το Μπέλες και χύνονταν ακτινωτά προς ένα απέραντο και  καταπράσινο κάμπο, στο βάθος του οποίου υψώνονταν βουνά πολύκορφα.
Η νότια άκρη της οροσειράς του Μάλες.
Από το ύψος των αυχένων αυτών, προς τα αριστερά, κολλητά στη ρίζα του βουνού, τα άσπρα σπίτια της Στρώμνιτσας, που είχε κυριευθεί την προηγουμένη από τις Μεραρχίες του αριστερού μας.
Και μια σμαραγδένια κοιλάδα, που στο μέσο της κυλούσε λαμποκοπώντας ο Πόντος, ο παραπόταμος του Στρυμόνα.
Προς τα δυτικά, τέρμα βάθος, άσπριζε η Ραδοβίστα. 
Και πιο πέρα, τα υψώματα του Ιστίπ.

«Αλτ !!!»

Η φάλαγγα σταμάτησε μεμιάς.
Από πίσω μας κατέβαινε ο Μέραρχος με το Επιτελείο του και το μεραρχιακό Ιππικό.
Παραμέρισαμε δεξιά για να περάσουν.
Ο Μέραρχος ζήτησε τον Τχη Χριστοδούλου, παλιό Διοικητή του Τάγματός μας, που μετά το θάνατο του Διαλέτη είχε αναλάβει τη Διοίκηση του Συντάγματος.
Οι Διοικητές των Ταγμάτων πλησίασαν κι αυτοί. 
Θαύμασα το ωραίο θέαμα των πολεμικών αλόγων, που έξυναν το χώμα με τα πέταλα και χρεμέτιζαν, καθώς ακουμπούσαν το κεφάλι στη χαίτη του διπλανού τους, ενώ οι αναβάτες τους συνομιλούσαν ζωηρά.
Ο Μέραρχος με τον Υπασπιστή του, χωρίστηκαν από τον όμιλο των άλλων Ιππέων και προχώρησαν ως το χείλος μιας χαράδρας, για να κατωπτεύσουν τριγύρω με τα κυάλια.
Έπειτα, κάτι είπε στον Υπασπιστή, εκείνος χαιρέτισε και κάλπασε πίσω προς τους Αξιωματικούς που περίμεναν.

«Θα φάνηκε ο εχθρός» είπε ένας Λοχίας.
«Ο Θεός να δώσει»
«Μόνο που βραδιάζει και δεν προλαβαίνουμε να πιάσουμε μάχη απόψε ...»
«Μπα! Τι μου λες;
Συναχώνεσαι τη νύχτα άμα τουφεκάς συνάδελφε;»
«Δεν συναχώνομαι πουλάκι μου, αλλά θα μας φύγουν μέσα στο σκοτάδι ...»
«Με τέτοιο φεγγάρι φίλε, βλέπεις και τη μύτη του συμπέθερου [3] στη Σόφια ...»
«Κάντε ησυχία!
Βλέπω τον σύνδεσμο του Λόχου να έρχεται κατά δω» φώναξε ο Επιλοχίας.

Πράγματι, η άσπρη φοράδα του συνδέσμου ήρθε δίπλα στο Γιώργο, το άλογο του Λοχαγού μας, αλλά δεν ακούσαμε τι ειπώθηκε μεταξύ τους.
«Ο Γιώργος κουνάει την ουρά του παιδιά!
Πάμε για μάχη!» είπε κάποιος.
Ο Λοχαγός γύρισε πάνω στη σέλλα του και σφύριξε.
«Εγέρθητε!
Πρώτη Διμοιρία εμπρός!» διέταξε ο Διμοιρίτης.
Γεμάτοι με τη χαρά και την ελαφρότητα, που παρασύρει κάθε φαντάρο στη μάχη, χυθήκαμε από τα μονοπάτια προς το Σέλτσοβο, το μικρό λευκό χωριό που ξεχώριζε κάτω από τα πανύψηλα, φουντωτά δέντρα.
Ένας Λόχος προχώρησε «ακροβολιστικώς» προς το χωριό, οι άλλοι ξάπλωσαν πρηνηδόν κατά Διμοιρίες, έβγαλαν τα πώματα από τα όπλα, ξεκούμπωσαν τις παλάσκες, πάψανε τις συνομιλίες και περίμεναν.
Οι Ιπποκόμοι έκρυψαν τα άλογα των Αξιωματικών πίσω από μία πτυχή του πετρώδους εδάφους.
Ο Υπολοχαγός των Πολυβόλων με τον Ταγματάρχη, έτρεχαν ανάμεσα από τους Λόχους.
Ο Λόχος που προχωρούσε προς το χωριό χάθηκε πίσω από ένα χαμηλό ύψωμα.
Το χωριό ήταν σιωπηλό, σαν να ήταν άδειο από κατοίκους. 
Μερικοί Στρατιώτες προχώρησαν αριστερά προς κάποιες λεύκες, που στο μέσο τους καμάρωνε μια μεγάλη καρυδιά, και ανακάλυψαν μια βρύση.
Το νερό ανάβρυζε από τη γη και σχημάτιζε ένα λάκκο, σαν καθρέφτη στρογγυλό.
Κάθε Διμοιρία έβγαλε αμέσως «αγγαρεία νερού» να γεμίσει τα παγούρια μας.
Μια γρηά Τουρκάλα, με τα πόδια γυμνά και κρατώντας μια στάμνα, πρόβαλε πίσω από ένα ζάρωμα του εδάφους και προχώρησε προς τον Ταγματάρχη, που ήταν κι αυτός στη βρύση.
Τη σταμάτησε ο Λοχαγός μας.

«Τι γίνεται μέσα στο χωριό κυρά;»

Ένας τουρκομαθής Στρατιώτης έτρεξε σε βοήθεια. 
Το χωριό ήταν βουλγαρικό και οι κάτοικοι είχαν φύγει το πρωί μαζί με το Στρατό κατά το Πετρίτσι.
Θα ήταν ως δέκα χιλιάδες Στρατός εκεί, είπε η γριά, που είχε έρθει με το γιο της από το Μπάνσκο για να πάρει σιτάρι από τις αποθήκες των Βουλγάρων. 
Μας έδειξε πέρα από τις λεύκες τα σημάδια του διαλυμένου βιαστικά καταυλισμού τους.
Κυκλικά χαντάκια σημάδευαν την περίμετρο των σκηνών που ήταν κάποτε εκεί.
Κάσσες με σφαίρες αφημένες κάτω από θάμνους, καραβάνες τσαλακωμένες, γάζες ματωμένες, πεταμένες εδώ κι εκεί, στάχτες και αποκαΐδια από τις φωτιές τους, πατημένα κουτιά κονσέρβας με ετικέττες βουλγάρικες, ίχνη από μπότες και πέταλα, κοπριές, αλλά και δύο σχισμένα καλπάκια.

«Πάνε οι άτιμοι γι' απόψε! Φυλάχτε την όρεξή σας για αύριο παιδιά!»

Οι Αξιωματικοί ίππευσαν ξανά, οι Λόχοι παρατάχθηκαν ξανά σε τετράδες και κατηφορήσαμε ένα χαριτωμένο δρομάκο, περνώντας ανάμεσα από φράχτες με κλήματα, που έβγαζαν σε χωράφια καλαμποκιού και εκτάσεις αθέριστες με σίκαλη και κριθάρι, μέχρι πέρα το Μπάνσκο.
Το Σέλτσοβο ήταν εντελώς έρημο.
Η γριά Τουρκάλα, με τη στάμνα της γεμάτη τώρα, βάδιζε πλάι στις τετράδες.
Με τα λίγα τούρκικα που ήξερα, πιάσαμε κουβέντα:

«Είχα πέντε παιδιά, λεβέντες σαν κι εσάς. 
Τα δύο πήγανε στον πόλεμο με το ασκέρι το τούρκικο και δεν ξαναγύρισαν. 
Τ’ άλλα δύο τα πήραν ασκέρηδες οι Βούλγαροι και δεν ξέρω πού βρίσκονται. 
Κι ο πιο μικρός, ο πέμπτος, αυτός που ήρθε μαζί μου στο Σέλτσοβο … 
Θα τον αφήσει ο πασσάς σας να έρθει μαζί σας όπου πάτε;
Μπορεί να βρει τ' αδέρφια του …
Μπορεί να τα ανταμώσετε κι εσείς πουθενά στο δρόμο σας … 
Αν τα βρείτε, να μου τα στείλετε πίσω και ο Αλλάχ να σας φυλάει στο δρόμο σας …»

Ενώ έλεγα στους άλλους τον καημό της γριάς, εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και με το κουρελιασμένο μανίκι της έτριψε 2-3 φορές τα μάτια της.
«Άι, καψο-θειακούλα ...» είπε αναστενάζοντας ένας φαντάρος, χαμηλώνοντας κι εκείνος τα μάτια και μιλώντας σιγανά.

«Πες της κυρ Δεκανέα, πως θα της τα στείλουμε τα παιδιά της ... 
Έτσι θέλουνε οι γριές μανάδες να τους λες ... 
Μα ποιος ξέρει, πόσ’ από δαύτα νάφαε κιόλας το φεγγάρι και σε ποιο χαντάκι ανάσκελα, μουτζώνουν τώρα τον ήλιο ...»

Αν και, όπως έλεγαν οι πληροφορίες του Μεράρχου, οι Βούλγαροι υποχώρησαν προς το Πετρίτσι, δεν μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι η πεδιάδα ανάμεσα στις βόρειες πλαγιές του Μπέλες και στις νότιες υπώρειες του Μάλες ήταν καθαρή από εχθρούς. 
Γι’ αυτό ο Μέραρχος διέταξε το Σύνταγμά μας να βγάλει προφυλακές μάχης κατά μήκος του ποταμού και περιπολίες ως το δρόμο για τη Ραδοβίτσα και το Πετρίτσι.
Το σερβικό Επιτελείο μας είχε ειδοποιήσει ότι βουλγαρικά τμήματα από το Ράδοβο κινούνταν προς το Πετρίτσι μέσω της πεδιάδας.
Έπρεπε λοιπόν να στηθεί νυχτερινό καρτέρι από το Σύνταγμά μας.
Είχαμε να φάμε άρτο από το προηγούμενο πρωινό, η Επιμελητεία είχε μείνει πίσω, καθώς εμείς προελαύναμε συνεχώς.
Δειπνήσαμε λοιπόν με κρεμμύδια σκέτα, από τους λαχανόκηπους του Μπάνσκο.
Υπήρχαν εκεί και αγγούρια, αλλά είχαν απαγορευθεί αυστηρά από το γιατρό της Μεραρχίας, από το φόβο της χολέρας που είχε εμφανιστεί και στη Στρώμνιτσα. 
Αλλά ποιος νοιαζόταν;
Θα κάναμε καρτέρι τη νύχτα και θα τους αιχμαλωτίζαμε όλους!
Αυτό μας ένοιαζε.
Γιατί δεν ήμασταν όποιοι κι όποιοι.
Εμείς ήμασταν το 1ο Σύνταγμα του Βασιλιά!
Το πρώτο Βασιλικό Σύνταγμα!
Οι Λόχοι προχώρησαν γοργά προς το ποτάμι.
Καθώς έπεφτε το φως, περάσαμε μια ξύλινη γέφυρα που έτρεμε και λύγιζε από το βάρος μας, αναστατώνοντας τις αγριόπαπιες και τα βατράχια. 
Συνεχίσαμε σε μια έκταση από βούρλα, που ήταν ψηλά ως το στήθος, βουτώντας στο έλος ως πάνω από τους αστραγάλους. 
Σταθήκαμε λίγο για ανάπαυση και τότε ήρθε νέα διαταγή:
Όλο το Τάγμα να περάσει ξανά τη γέφυρα προς τα πίσω, και να αναπτύξουμε προφυλακές στη νότια όχθη! 
Άντε πάλι μεταβολή και πορεία επίπονη για τις νέες μας θέσεις, με μέτωπο προς τα δυτικά.
Η Διμοιρία μου πήρε διαταγή να προχωρήσει διακόσια βήματα μπροστά, και να καλυφθεί στα καλαμπόκια, με τα όπλα γεμάτα.
Οι άλλες Διμοιρίες μείνανε πίσω μας, στην «κύρια θέση άμυνας».
Δοκιμή των όπλων και όπλιση, και όλοι πρηνηδόν στα καλαμπόκια, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες και τα αντίσκηνα για την ψύχρα.
Για δείπνο, μία γαλέττα στα τρία.
Οι Διμοιρίτες κανόνισαν τα νούμερα των σκοπιών και των περιπόλων και δώσανε χαμηλόφωνα το σύνθημα και το παρασύνθημα:

«Κωνσταντίνος - Κωνσταντινούπολις»

Και άρχισε η μεγάλη αναμονή, κάτω απ’ το φως των αστεριών.
Κάπου-κάπου, σκύβανε μερικοί, κολλούσαν το αυτί στη γη και αφουγκράζονταν ...

«Σαν ν’ ακούω βήματα από μακρυά συνάδελφε …»
«Είναι οι περιπολίες μας που τραβούν κατά το χωριό, το Μούρτινο ...»
«Κι αν είναι Βούλγαροι; Λες νάναι πολλοί;»
«Ποιος το ξέρει; Αν είναι Βούλγαροι, θα υποχωρούν. Μακάρι να είναι!»
«Ψυχή μου, πανηγύρι …
Αν έχουν και κανόνια και τους τα πάρουμε …»
«Σουτ! Βλέπω δύο ίσκιους που σιγοτραβούν κατά το Λοχαγό …»
«Είναι οι οδηγοί μας.
Θα τους εκάλεσε να τους ρωτήσει ...»
«Διψώ μωρέ παιδί μου, κι είναι το παγούρι μου αδειανό.»
«Το ίδιο και το δικό μου … 
Κόψε ένα καλάμι από καλαμπόκι και πιπίλισέ το … 
Ξεδιψάς για λίγο, έτσι κάνουμε όλοι ...»

Πράγματι, εδώ κι εκεί, οι φαντάροι σπάζανε τα καλάμια των καλαμποκιών και τα πιπίλιζαν.
Είχαν μία γεύση υπόξινη και δροσιστική. 
Περασμένα μεσάνυχτα, ο Λοχαγός με τον Επιλοχία βγήκαν για επιθεώρηση των διπλοσκοπών.
Βγήκε και το φεγγάρι και βλέπαμε τις σιλουέτες τους καθαρά. 
Γαυγίσματα σκυλιών ακούστηκαν από μακριά.
Οι σκοποί τεντώθηκαν μήπως και ακούσουν κάτι, οι άνδρες στην πρώτη γραμμή των φυλακίων ανασηκώθηκαν χωρίς θόρυβο και γονάτισαν με τα μάνλιχερ έτοιμα.

«Αλτ! Τις ει;»
«Περίπολος ...»
«Προχώρει εις το παρασύνθημα!»
«Κωνσταντινούπολις»
«Εμπρός, προχωρείτε!»

Ο περιπολάρχης έδωσε χαμηλόφωνα την αναφορά του στο Λοχαγό.
Μπήκε μέσα στο Μούρτινο, βρήκε μερικούς χωριάτες και τους εξέτασε.
Οι Βούλγαροι είχαν φύγει από νωρίς, τίποτα ύποπτο. Στο χωριό συνάντησε και περίπολο του άλλου Συντάγματος, είχαν όλοι το νου τους.
Φαίνεται ότι οι Βούλγαροι θα είχαν πάρει κανένα μονοπάτι προς τα ριζώματα του Μπέλες. 
Ξάφνου έγινε μεγάλη αναταραχή, καθώς ακούστηκαν καμιά δεκαριά μακρυνοί πυροβολισμοί από την κατεύθυνση της Στρώμνιτσας.
Με νευρική χαρά, τα χέρια σφίξανε τα μάνλιχερ.
Οι Διμοιρίτες όρθιοι, με τις παλάμες πίσω από τα αυτιά, μήπως και ακούσουν τίποτα. Άκρα ησυχία, μόνο μακρινά γαυγίσματα σκυλιών από τα γύρω χωριά.
Τι να είδαν οι δικοί μας από τη Στρώμνιτσα και πυροβόλησαν;

«Μήπως τράβηξαν κατά κει οι συμπέθεροι;»
«Γιατί, εμείς δεν έχουμε καλές σφαίρες;
Ελάτε από εδώ βρε παιδιά …»

Άρχισε να ξημερώνει και το πρωινό κρύο ήταν υγρό και διαπεραστικό.
Μετά, φάνηκε μια πανέμορφη αυγή, απ’ αυτές που σε κάνουν να ξεχνάς την αϋπνία και την κούραση.
Οι κουβέρτες διπλώθηκαν για να δεθούν στους γυλιούς.
Τα μουδιασμένα μέλη τεντώθηκαν επί τέλους και τα παγούρια γέμισαν με κρύο νερό από το ποτάμι. 
Κάποιοι βρήκαν ευκαιρία να νιφτούν και να χτενιστούν.
Ελληνική πολυτέλεια πολεμική, με προϊστορία χιλιάδων χρόνων.
Ανοίχτηκαν οι καπνοσακούλες για ένα πρωινό τσιγάρο. 
Οι Διμοιρίτες κάνανε προσκλητήριο.
Ο Λοχαγός ζητούσε το άλογό του, αλλά κι ο καθένας μας ότι θυμότανε ... 
Η τρέλα του Έλληνα, που τον βοηθάει να ξεπερνάει τα δύσκολα.
«Και τι δεν έδινα τώρα, για μια σοκολάτα με αυγό …» κλαψουρίζει κωμικά ένας Λοχίας Αθηναίος.
«Αμέσωωως!» έρχεται η ειρωνική απάντηση από μια γειτονική Διμοιρία …
Βολευτήκαμε με τσάι και λίγες γαλέττες, αλλά το ηθικό ακμαίο!

Καμία στρατιωτική επιστήμη δεν μπορεί να αναλύσει τον Έλληνα φαντάρο.
Που γκρινιάζει στα εύκολα και αστειεύεται στα δύσκολα.
Που πάει ξεκούμπωτος και αγυάλιστος στη σκοπιά, αλλά λούζεται και χτενίζεται πριν τη μάχη.
Που μέσα σε λίγες στιγμές μπορεί να περάσει από την νεανική ελαφρότητα στη σοβαρή αυτογνωσία του μαχητή.

Ήμασταν νέοι, ήμασταν δυνατοί.
Από τη στιγμή που ξεπεράσαμε το φόβο από τους πρώτους κρότους των κανονιών, από τη ώρα που ξημέρωσε για πρώτη φορά κι εμείς συνεχίζαμε την νυχτερινή πορεία μας, ούτε ο κάματος, ούτε τα κανόνια, ούτε τα εχθρικά οχυρά μπορούσαν να μας σταματήσουν.

«Εμπρός δια της λόγχης!!!»

Οι λόγχες που άστραφταν, θαρρείς και ρίχνανε φως στα βάθη της ψυχής μας.
Αύριο, μπορεί να τσακωνόμασταν μεταξύ μας για τα πιο ασήμαντα.
Σήμερα όμως, καθώς μοιραζόμασταν με το συνάδελφο τους ίδιους φόβους και τις ίδιες χαρές, ξέραμε ότι δεν γινόταν παρά να είμαστε ενωμένοι.
Ο ένας για τον άλλο, και όλοι μαζί για μια ιδέα.

«Άστραψε φως κι εγνώρισεν, ο νιός τον εαυτό του ...»

Ήλιε, δε φέγγεις σήμερα εσύ πάνω από την πολυτάραχη μακεδονική γη.
Ήλιε, σήμερα σε νικήσαμε.
Σήμερα φέγγουμε εμείς!
Και προχωράμε ακάθεκτοι.
Αφήσαμε πίσω το Μπέλες, χωρίς να μας νοιάζει ο ανήφορος και ο καύσωνας.
Περάσαμε το Μπάνσκο και φτάσαμε στο Βασίλοβο, όπου οι γυναίκες των φυγάδων Κομιτατζήδων μας υποδέχτηκαν φοβισμένες μπροστά στην εκκλησία. 
Επιτάξαμε ωραία και δυνατά άλογα και οι Διμοιρίες ξεχύθηκαν στο Μούρτινο και τα γύρω χωριά, ερευνώντας για όπλα.Μάουζερ και μαρτίνια τουρκικά, μάνλιχερ βουλγαρικά, παληά ντουφέκια με κόκκορα και θέση για καψούλι, περίστροφα, πιστόλες, καρυοφύλλια ασημοσκαλισμένα, μαζεύτηκαν όλα σε σωρούς κάτω από τα δέντρα για να παραληφθούν από τα μεταγωγικά. 
Ένας οπλισμένος Κομιτατζής έτρεξε για να ξεφύγει. 
Τον κυκλώσαμε και τον πήραμε δεμένο και άθλιο, με βήματα τρεμάμενα από το φόβο, κάτω από μια ιτιά, όπου δεμένοι πισθάγγωνα με τα ζωνάρια τους, περίμεναν άλλοι 100 δικοί του, να σταλούν στη Μεραρχία.
Στα σπίτια κυμάτιζαν λευκά πανιά, σημεία υποταγής.
Ένας νεαρός ηλιοκαμμένος, με μαύρα μάτια και μακρυά μαλλιά, προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από ένα αθώο χαμόγελο, παριστάνοντας τον ανήξερο. 
Ένας  Τούρκος χωρικός όμως κατήγγειλε τα εγκλήματά του. 
Και άλλοι συμπλήρωναν, ο καθένας και μια ιστορία πιο φρικτή από την προηγούμενη.
Χλώμιασε και γονάτισε από φόβο ο κερατάς.
Τον δέσαμε κι αυτόν μαζί με τους άλλους.
Οι Τούρκοι βγαίνανε χαρωποί από τις καλύβες τους, για να μας προϋπαντήσουν σαν ελευθερωτές.
Ένας γέρος, με μάτια λαμπερά και γένια σεβάσμια, μίλησε στα ελληνικά:

«Ο Θεός σας έστειλε να μας γλυτώσετε!
Αχ, τα σκυλιά …
Εφτά μήνες δεν τολμούσα να βγω από το σπίτι μου! 
Εφτά μήνες δεν πέρασα από το ποτάμι να πάω στα χωράφια μου …»

Στην είσοδο άλλου χωριού, ο Γραμματέας του Μητροπολίτη της Στρώμνιτσας, μας μετέφερε τις ευλογίες του Δεσπότη.
Τα κοριτσάκια των μουσουλμάνων γέμιζαν τα παγούρια μας και μας φέρνανε ροδάκινα και τζάνερα και καρύδια.
Καθαρίζαμε τον τόπο και προχωρούσαμε.
Και ξάφνου, μια βοή από τα δεξιά, σαν βροντές από καλοκαιρινή καταιγίδα, και τούφες καπνών πάνω από την πεδιάδα. Χαλασμός από πυροβολισμούς και κανονιές.

«Εμπρός παιδιά! Βήμα ταχύ!»
«Εμπρός! Φάνηκε επί τέλους ο εχθρός!»

Οι βροντές ασταμάτητες.
Μια λάμψη που δεν βαστάει ούτε δευτερόλεπτο και καπνός που διαλυόταν αμέσως.
Εγκαιροφλεγείς βολιδοφόρες!
Αλλά σε ποιους ρίχνανε;
Προχωρήσαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν αλλά οι βροντές σταμάτησαν το ίδιο ξαφνικά, όπως είχαν αρχίσει.
Τι έγινε;
Γιατί σώπασαν τα κανόνια;
Δεν αργήσαμε να μάθουμε τις λεπτομέρειες.
Ένας Σύνδεσμος ήρθε καλπάζοντας.

«Η 4η Μεραρχία κυρίευσε με τη λόγχη 15 κανόνια! 
Ο εχθρός δεν την κατάλαβε που πλησίαζε.
Μόλις έφτασαν κοντά του το 8ο και το 9ο Σύνταγμα, έβαλε πυρά ομαδόν με τα τηλεβόλα, αλλά ήταν αργά. 
Με μιαν έφοδο τους τα πήραμε όλα!
Το δεξιό σας είναι καλυμμένο!» [4]

Ο Σύνδεσμος χαιρέτησε και χάθηκε καλπάζοντας, πριν προλάβει ν’ ακούσει τις ζητωκραυγές μας.


Αργότερα, ξέσπασαν πάλι κανονιές από την αριστερή πλαγιά του Μάλες.
Οι οβίδες έπεφταν προς τα υψώματα της Στρώμνιτσας.
Η φάλαγγα σταμάτησε ξανά. 
Μα τι γίνεται;
Έχει πιάσει ο εχθρός τη γραμμή του Μάλες;
Ποιους χτυπάει στη Στρώμνιτσα;
Βρε μήπως πέρασαν τα δέντρα για στράτευμα ελληνικό;
Εμάς δεν μας είδαν που κατεβαίναμε ακάλυπτοι;
Δεν το ξέρει ότι είμαστε κοντά και σε λίγη ώρα θα τον καλημερίσουμε με τα πολυβόλα και τις λόγχες μας; 
Αλλά μέχρι να βρούμε την απάντηση, έπαψαν οι κανονιές κι από κει.
Συνεχίσαμε την πορεία, ακολουθώντας το δρόμο από το Βασίλοβο προς την δημοσιά για το Πετρίτσι.
Κι ενώ δεν φοβόμασταν επίθεση από κοντά, πιο αριστερά ξέσπασαν ταχέα πυρά Πεζικού.
Πολεμούσε μια Διμοιρία, που αφού ερεύνησε ένα χωριό πάνω από το Βασίλοβο, έστειλε μερικούς ανιχνευτές προς κάποια χαμόσπιτα παραέξω.
Αυτοί δέχτηκαν «πυρά ομαδόν» από τα χωράφια και σε βοήθειά τους προσέτρεξε η Διμοιρία των Ακροβολιστών. 
Όπως μάθαμε αργότερα, Βούλγαροι από τη Ραδοβίστα, πέρασαν τη νύχτα από τα ριζά του Μάλες, βαδίζοντας ανατολικά προς το Γιενίκιοϊ.
Και όπως μας είπαν οι χωριάτες, τη νύχτα που η Μεραρχία μας έστησε καρτέρι, οι προφυλακές τους απείχαν λίγα χιλιόμετρα μόνο από τις δικές μας.
Αν οι περιπολίες μας τη νύχτα εκείνη προχωρούσαν λίγο πιο βόρεια, θα συναντούσαν σίγουρα τις δικές τους και η μάχη θα άρχιζε πριν ξημερώσει. 
Είχαμε αγρυπνήσει, κι εμείς κι αυτοί, ο ένας στο πλάι του άλλου, χωρίς να συναντηθούμε. Και έπειτα, όταν οι φάλαγγές μας βάδιζαν ανατολικά, αυτοί προχωρούσαν παράλληλα, έχοντας σαν στήριγμα το Μάλες.
Τα ορειβατικά πυροβόλα της Μεραρχίας μας, ακολουθώντας το Σύνταγμα που πήγαινε μπροστά, είχαν κι αυτά προχωρήσει και είχαν φτάσει σχεδόν στο Γιενίκιοϊ.
Ο Συνταγματάρχης μας, θεωρώντας την προώθησή τους επικίνδυνη, έστειλε αμέσως έναν έφιππο Σύνδεσμο να βρει τους Πυροβολητές, και να τους πει να γυρίσουν πίσω. 
Ταυτόχρονα, μέσα στις σπαρμένες εκτάσεις άρχισε να αναπτύσσεται επιθετικά το Σύνταγμα της οπισθοφυλακής μας.
Σε λίγο, όλα μας τα Συντάγματα είχαν στρέψει μέτωπο προς τον εχθρό και όλοι οι Λόχοι άρχισαν να αναπτύσσονται κατά τετράδες προς βορρά, όπου ήταν δύο χωριά. 
Καθώς προχωρούσαμε με άλματα, σε ένα πανδαιμόνιο από πολυβόλα και μάνλιχερ, σηκώθηκε από τ’ ανατολικά ένα σύννεφο σκόνης.
Ήταν ένας Ουλαμός του Ορειβατικού μας, που ερχόταν με καλπασμό.
Τα δύο πυροβόλα ξεφορτώθηκαν και στήθηκαν δίπλα στο ποτάμι, κάτω από μια ιτιά.
Και άρχισαν να βάλλουν, παρέχοντας κάλυψη στους Λόχους δύο Ταγμάτων που ανέβαιναν με τη λόγχη.
Δύσκολα περιγράφεται το τι επακολούθησε. 
Ένας - ένας στην αρχή, ανά πέντε και ανά δέκα αργότερα, οι Βούλγαροι παρατούσαν τις θέσεις τους για να βρουν σωτηρία σε μια χαράδρα που οδηγούσε πίσω προς το Ράδοβο.
Χωρίς έλεος και διακοπή, οι οβίδες μας τους έζωναν από παντού.
Το Σύνταγμά μας έφτασε στα πρώτα δέντρα του χωριού και αρχίσαμε να τους θερίζουμε με τα πολυβόλα και τα μάνλιχερ. 
Οι Βούλγαροι πανικόβλητοι έριχναν στο γάμο του Καραγκιόζη, χωρίς να τολμούν να σταθούν για να σημαδέψουν.
Γέμισαν τα μονοπάτια και οι ρεματιές από τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Ακόμη και οι γιατροί τους, άφηναν τις σκηνές και τα εργαλεία τους και φεύγανε πανικόβλητοι.
Μέσα στο χωριό, μαζεύτηκαν οι Τούρκοι κάτοικοι, φοβισμένοι ακόμη από το χαλασμό, να δείξουν υποταγή στο Στρατό μας.
Καμιά εικοσαριά ψηλόσωμοι και μαυρειδεροί άνδρες, με βουλγαρικές στολές, σχίζανε τα καλπάκια, ξήλωναν τις επωμίδες τους, και ορμούσαν να μας αγκαλιάσουν!

«Έλληνες είμαστε! Έλληνες! Έλληνεεες!»

Γελούσαν και ζητωκραύγαζαν, φιλούσαν τους Στρατιώτες μας, που ακόμη δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε, μέσα στη σύγχυση της μάχης.
Ήταν Έλληνες από τη Ρωμυλία, που είχαν στρατολογηθεί με τη βία.

«Αχ, αδέρφια! 
Έτρεμε η καρδιά μας για σας! 
Σας είδαμε στην αρχή για λίγους και φοβηθήκαμε ότι θα σας χάλαγαν οι γουρουνάδες. 
Αλλά μετά, σαν είδαν οι Αξιωματικοί μας ότι είχαν απέναντι ολόκληρη Μεραρχία, το βάλανε πρώτοι στα πόδια! 
Ταράχτηκαν τόσο, που τράβηξαν για τα γκρεμίσματα, κι ούτε νοιάστηκαν για μας!»

Χαρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια, μας ψέλνανε τον εθνικό ύμνο:

«Σε γνωρίζω από την κόψι, του σπαθιού την τρομερή ...»

Καταδιώξαμε τους εχθρούς, μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει για καλά.
Δυο μέρες άυπνοι και νηστικοί, δεν γινόταν να συνεχίσουμε άλλο.
Καταυλιστήκαμε επί τόπου.


Το άλλο πρωί, στείλαμε μια αγγαρεία στη Στρώμνιτσα, συνοδεία των αιχμαλώτων, και η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της.
Μια ώρα έξω από το Μπάνσκο, η φάλαγγα σταμάτησε για να συγκροτηθεί σε «τάξη πορείας».
Φτάνοντας στην κορυφή, είδαμε ατμούς που μας φάνηκαν ανεξήγητοι.
Ήταν από την Μπάνυα [5], τα ιαματικά λουτρά του Μπάνσκο, όπου τα νερά σχεδόν βράζουν. 
Ο Ταγματάρχης του ΙΙ/1 Τάγματος, μαζί με το γιατρό, δοκίμασαν να βυθίσουν το χέρι τους στο νερό και παραλίγο να ζεματιστούν.
Μάθαμε από τους ντόπιους ότι πήγαιναν εκεί από όλα τα μέρη για θεραπείες.
Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για κάθε πόνο. 
Μέρη σαν αυτό, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τον πόλεμο.
Γιατί ο Θεός τα έφτιαξε για να έρχονται οι άνθρωποι σε καιρούς ειρηνικούς, μόνο έτσι μπορεί κανείς να απολαύσει τέτοια μέρη. 
Τώρα, καταλαβαίναμε ότι αν μέναμε εκεί, έστω και μία ώρα ακόμη, θα ξεχνούσαμε και τον πόλεμο και όλα, και δεν θα θέλαμε να ξεκολλήσουμε. 
Μιαν άλλη φορά, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, θα έρθω εδώ με αισθήματα αγαθά, για να μπορώ να χαρώ στ’ αλήθεια … 
Θα έρθω τότε εδώ, στα μέρη αυτά που ξεχειλίζει πλατιά, φωτεινή και ασυγκράτητη η ζωή, που αδιαφορεί για το παρελθόν και ορμά προς το μέλλον με απληστεία, χωρίς να σκέφτεται.
Σαν αυτά εδώ τα δάση, που ζουν και υπάρχουν χωρίς να σκέπτονται το λόγο της ύπαρξής τους.
Προχωρήσαμε χωρίς να κοιτάμε προς τα πίσω, την τόση ομορφιά.
Μπροστά μας ήταν ακόμη ο δρόμος του καθήκοντος, η χαρά της δύναμης και της νίκης.
Τι κι αν η χαρά αυτή αγοράζεται με αίμα;
Όσες και αν σπαταλήσουμε ζωές, ένας αιθέρας είναι η ζωή και μία μέθη, μια ελαφρότητα.
Και έτσι μεθυσμένοι και ελαφροί, συνεχίζαμε την πορεία, διασχίζοντας τα απέραντα δάση του Μπέλες. 
Όπου σταματούσαμε για ανάπαυση, παντού η ίδια ομορφιά.
Νερά δροσερά που κελάρυζαν, πουλιά που κελαηδούσαν, ρόδα που μοσχομύριζαν, κορίτσια με ντροπαλά μάγουλα και έκπληκτα αθώα μάτια, που μισοκρύβονταν πίσω από τους φράχτες στο πέρασμά μας.
Η φάλαγγα βυθιζόταν στη γαλήνη του τοπίου.


Ξαπλωμένοι στη χλόη, δίπλα σε αμέτρητες πηγές, κρεμούσαμε τα μάνλιχερ στα δέντρα, ξαπλώναμε σε στρώμα από μαργαρίτες και χαμομήλια κι ανεμώνες, αντλούσαμε ζωή από τη γη και τη βλάστηση.
Και ξεγελούσαμε την πείνα μας, βρέχοντας γαλέττες στα νερά των δροσερών πηγών. 
Στη ρίζα ενός πλατάνου, ένας Στρατιώτης, με το πηλίκιο κατεβασμένο χαμηλά πάνω στα μάτια του, είχε ακουμπήσει το κεφάλι στο γυλιό του, και με φωνή γλυκιά τραγουδούσε «μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ονειρεμένη κόρη» …  
Παραδίπλα, ένα άλογο έβοσκε λαίμαργα, αλλά πέρασε μπρος του μια σαύρα καταπράσινη και το τρόμαξε. Χρεμέτισε ξαφνιασμένο και ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του, και τα γέλια μας διέκοψαν το τραγούδι.

Το βιβλίο του Συγγραφέα Φώτη Σαραντόπουλου  «Εμπρός δια της Λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση »(1912-1913) 





Σημειώσεις - παραπομπές

[1] (Δεκανέας Λεωνίδας Παπαχρήστου, ΙΙΙ/1 Τάγμα, 2η ΜΠ, μυθιστορηματικός ήρωας)
[2] (ο κ. Ταγματάρχης)
[3] Ειρωνική αναφορά, στο ότι ο Βούλγαρος Τσάρος είχε προτείνει στον Βασιλέα Γεώργιο, να δώσει μία πριγκήπισσα ως νύφη στον γιο του.
[4] Το πρωί της 27ης, η 4η ΜΠ προσέβαλε αιφνιδιαστικά κοντά στο χωριό Σουσίτσα μία βουλγαρική Μεραρχία και φάλαγγες βοηθητικών σχηματισμών, που έρχονταν για ενίσχυση, βαδίζοντας από Ιστίπ προς Πετρίτσι. 
Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και τράπηκε σε φυγή, εγκαταλείποντας τα πεδινά πυροβόλα και όλο το τροχαίο υλικό.
Τη λαμπρή αυτή νίκη aνέφερε η Μεραρχία προς το ΓΣ, με την ακόλουθη αναφορά:
«Γενικόν Στρατηγείον
Φάλαγξ εχθρική, aκολουθουμένη υπό βοηθητικών σχηματισμών, πορευομένη εξ Ιστίπ προς Πετρίτσι, προσεβλήθη υπό Μεραρχίας και διελύθη, τραπείσα προς Βορράν.
Μεραρχία κατέλαβε 15 πυροβόλα και άπαν τροχαίον υλικόν αυτής.
Σουσίτσα 27.6.1913, ώρα 1.10 μετά μεσημβρίαν, IV Μεραρχία, Μοσχόπουλος»
[5] Η σημερινή Banya της Βουλγαρίας, διάσημο θέρετρο ιαματικών διακοπών.