GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Γιατί η ώρα έναρξης του Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 ορίστηκε η 8.15 π.μ.

«Μετά την επιστολή προς Γκιζίκη, η απόφαση για το κίνημα» «ΝΕΑ» Αθηνών, 16 Ιουλίου 1974 ΕΝΟΠΛΑ κινήματα στη στρατιωτικ...




«Μετά την επιστολή προς Γκιζίκη, η απόφαση για το κίνημα»

«ΝΕΑ» Αθηνών, 16 Ιουλίου 1974

ΕΝΟΠΛΑ κινήματα στη στρατιωτική Ιστορία καταγράφονται μόνο νύχτα.
Κυρίως τις αυγινές ώρες.
Σε χρόνο που ο κόσμος κοιμάται, δεν κινείται στους δρόμους, αφού κάτι τέτοιο εμποδίζει τις κινήσεις των πραξικοπηματιών να πετύχουν τους στόχους τους.
Η μόνη αντινομία στο δεδομένο αυτό,  το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον του Μακαρίου.
Ξεκίνησε στις 8.15 το πρωί και σε ώρες μέσα, όλοι οι στόχοι των κινηματιών είχαν επιτευχθεί. 
Ο Μακάριος μπορεί να επέζησε όμως, αν δούμε τη σχετική αναφορά που έγινε στο πόρισμα της «Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για το Φάκελο της Κύπρου», που δημιουργήθηκε στην Ελληνική Βουλή το 1986 και περάτωσε το έργο της το 1988, ο Μακάριος αφέθηκε να φύγει.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποδέχτηκε την κατάθεση του Διοικητή Καταδρομών Κύπρου, συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Κομπόκη, ο οποίος ανέφερε ότι η εντολή που είχε από την Αθήνα, ήταν να μην σκοτώσει τον Μακάριο.
Η αλήθεια όμως είναι, ότι η πρώτη ανακοίνωση των πραξικοπηματιών, που είχε συνταχθεί από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης στην Ελλάδα και είχε σταλεί στην Κύπρο έλεγε «ήδη ο Μακάριος είναι νεκρός».
(ΣΣ: Το θέμα αυτό, όπως και ερωτήματα που αφορούν τις κινήσεις του Μακαρίου την ημέρα του Πραξικοπήματος, θα μας απασχολήσουν σε ειδικό άρθρο στο  blog μας).

ΠΙΟ κάτω ο καθορισμός (8.15 π.μ.) της ώρας του Πραξικοπήματος, οι κινήσεις και οι προγραμματισμοί των κινηματιών και τα όσα προηγήθηκαν στη Κύπρο της τραγωδίας του Ιουλίου 1974, μέσα από τη μαρτυρία του Διοικητή Ναυτικού της Κύπρου τότε, αντιπλοίαρχου Γ. Παπαγιάννη:

Εμπλοκή στο θέμα ΥΕΑ και επιστολή προς Γκιζίκη

«Η κατάστασις τον Ιούνιο του 1974 είχε φθάσει στο απροχώρητο.
Όλοι οι αξιωματικοί αισθανόμεθα σαν να είμαστε σε εχθρικό κράτος.
Ακόμα και ο Γεώργιος Ντενίσης (Αρχηγός Εθνικής Φρουράς), που λόγω Κυπρίας συζύγου του ήταν πιο κοντά προς τους Κυπρίους, καταλάβαινε ότι γρήγορα θα ξεσπούσε η καταιγίδα.
Οι φιλικές προς τον Μακάριο εφημερίδες, και γενικώς η πλειονότης του Κυπριακού τύπου, ο οποίος χρηματοδοτείτο ως συνήθως από τον έχοντα την εξουσία, με δύο ή τρείς εξαιρέσεις, καθημερινά είχε άρθρα συγκεκαλυμμένα κατά της παρουσίας Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο.
Οι Τούρκοι τα διαβάζανε και χαιρόντουσαν.
Οι παρακολουθήσεις μας από την Κυπριακή ΚΥΠ ήταν συνεχείς, ακόμα και όταν πηγαίναμε για διασκέδαση. 
Οι επιχειρήσεις κατά της ακεφάλου ΕΟΚΑ Β’ είχαν ενταθεί και, με τη βοήθεια καταδοτών, είχαν συλληφθεί όλοι σχεδόν οι επικεφαλής των τομέων της.


Άρματα μάχης έξω από την Τεχνική Σχολή  Λευκωσίας, οδεύουν προς το ΓΕΕΦ.

»Στις 15 Ιουνίου 1974 παρουσιάστηκε για κατάταξη στην Ε.Φ. η νέα κληρουχία.
Από τους καταταχθέντας ένας αριθμός, περί τους  60, θα εγένοντο, σύμφωνα με τον νόμο περί Ε.Φ., έφεδροι ανθυπολοχαγοί.
Οι άνδρες αυτοί, συνήθως με πανεπιστημιακή μόρφωση, επελέγοντο από τους αρμοδίους του 1ου Ε.Γ. της Ε.Φ. και φοιτούσαν για 6 μήνες στην σχολή εφέδρων αξιωματικών στο Ηράκλειο της Κρήτης, και μετά επανήρχοντο στην Κύπρο και αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους ως ανθυπολοχαγοί – διμοιρίτες.
Ο κατάλογος στελνόταν από το ΓΕΕΦ στον υπουργό Εσωτερικών (Γ. Ιωαννίδη), ο οποίος εξέδιδε τη σχετική διαταγή για την εκπαίδευσή τους στο εξωτερικό.
Όταν ο κατάλογος υπεβλήθη στον Υπουργό, αυτός τον έδωσε στον Μακάριο που τον ζήτησε, και σε μερικές ημέρες επεστράφεη στο ΓΕΕΦ με διεγραμμένα περί τα 45 ονόματα, με την παρατήρηση ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αξιωματικοί, «διότι είναι ενωτικοί».
Προετίνετο δε, να συμπληρωθεί ο κατάλογος από το Υπουργείο με νέα ονόματα χωρίς να παρεμβάλλεται η Ε.Φ. στην επιλογή τους.
Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ από της ιδρύσεως της Ε.Φ.  το 1964.
Ο Ντενίσης ηρνήθη να συμμορφωθεί, και εδήλωσε στον υπουργό ότι εμμένει στον συνταχθέντα από την Ε.Φ. κατάλογο, και ότι, εάν δεν χορηγηθεί διαβατήριο στους υποψηφίους για να πάνε στο Ηράκλειο, θα τους εκπαιδεύσει στις μονάδες της Ε.Φ. στην Κύπρο.
Το θέμα είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα μέχρι τις αρχές Ιουλίου, όταν τα επακολουθήσαντα γεγονότα έθεσαν το πρόβλημα στις καλένδες.
Ο Μακάριος, ο οποίος είχε πλέον εξοπλίσει καλά το «Εφεδρικό Σώμα», έκρινε ότι ήλθε η στιγμή να μας διώξει από την Κύπρο.

»Στις αρχές Ιουλίου, αντίθετα από οποιανδήποτε δεοντολογία, (ο Μακάριος) κοινοποίησε στον τύπο απόρρητη του επιστολή που είχε στείλει στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας στρατηγό Φ. Γκιζίκη, με την οποία τον καλούσε να ανακαλέσει μέχρι τις 15 Ιουλίου στην Ελλάδα όλο το ελλαδικό προσωπικό της Ε.Φ. με την δικαιολογία ότι συνωμοτούσαμε εναντίον του, και  συνεργαζόμεθα με την ΕΟΚΑ Β΄ για την ανατροπή του, χωρίς βέβαια να παρουσιάζει οποιανδήποτε απόδειξη των ισχυρισμών του.
Επί πλέον, με διάταγμά του, περιόριζε την θητεία των οπλιτών της Ε.Φ. στους 12 μήνες από 26 που ήταν, με αποτέλεσμα η οροφή της Ε.Φ. από 12.000 άνδρες να πέσει στους 4.000.
Σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την εξασθένηση της κυπριακής αμύνης, απάντησε ότι δεν διαβλέπει κίνδυνο από την Τουρκία, και ότι το κενό των 400 περίπου Ελλαδιτών αξιωματικών,  θα το καλύψει με Κυπρίους ( που ήταν περί τους 30 και πλαισίωναν το «Εφεδρικό») και με ξένους αξιωματικούς που θα ερχόντουσαν εθελοντικώς (!!!), να υπηρετήσουν στην Κύπρο.

Με «ταχυδρόμο» η απόφαση για Πραξικόπημα

»Μετά την λήψη της επιστολής στην Ελλάδα απεφασίσθη η ανατροπή του Μακαρίου, από το Ελληνικό ΓΕΕΘΑ και τον πρόεδρο Γκιζίκη.
Με ένα ταγματάρχη, που υπηρετούσε στην Κύπρο, και είχε κληθεί στο ΓΕΕΘΑ για ‘ταχυδρομείο’, η απόφασις έγινε γνωστή σε μικρό κύκλο αξιωματικών της Ε.Φ. μεταξύ των οποίων και εμού, από τον ‘ταχυδρόμο’ άμα τη επιστροφή του στην Κύπρο, στις 5 Ιουλίου.
Η επιχείρησις θα γινόταν στις 15 Ιουλίου, και επί κεφαλής θα ήταν ο αμέσως μετά τον Ντενίση στην αρχαιότητα ταξίαρχος Μ. Γεωργίτσης, και ο Ντενίσης – τον οποίο δεν εμπιστεύετο ο Ιωαννίδης – θα εκαλείτο εκείνη την ημέρα στην Αθήνα για σύσκεψη, ώστε να απουσιάζει από την Κύπρο κατά την επιχείρηση.

»Είχαμε δέκα ημέρες να προετοιμαστούμε.
Κάναμε 2-3 μυστικές συναντήσεις, στις οποίες καταστρώσαμε το πλάνο της ενεργείας, τους αντικειμενικούς σκοπούς, και την αποστολή κάθε μονάδος που θα ελάμβανε μέρος, βασιζόμενοι σε ήδη υπάρχον από το 1968 απόρρητο σχέδιο επί του αντικειμένου, που υπήρχε στα αρχεία της Ε.Φ..
Το μεγαλύτερο βάρος είχε πέσει στην επιλαρχία αρμάτων που είχε κυρίως Ελλαδίτες, στους καταδρομείς ( τρία τάγματα) που ήταν στην πλειοψηφία τους καλά εκπαιδευμένοι και «ενωτικοί’, στην ΝΔΚ που το προσωπικό της ήταν κατά 85% από την Ελλάδα, και στην ΕΛΔΥΚ που ήταν αμιγώς Ελληνικό σύνταγμα.

Το εγχείρημα όπως αποφασίσαμε δεν θα γινόταν νυκτερινές ώρες, όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοιου είδος επιχειρήσεις, διότι ολόκληρα τα βράδια τα στρατόπεδά μας ήταν υπό παρακολούθηση από τους «Εφεδρικούς», και αυτή σταματούσε κατά τις έξι το πρωί, για να ξαναρχίσει κατά τις οκτώ το βράδυ.
Θα γινόταν αφού οι παρακολουθούντες εφεδρικοί έφευγαν το πρωί, και το ΓΕΕΘΑ είχε ορίσει, να είναι η 7η πρωινή η ώρα έναρξης του εγχειρήματος.

Επειδή όμως από  06.45 έως 07.45 υπήρχε μεγάλο ‘τράφικ’ στους δρόμους, από το πλήθος που πήγαινε στις δουλειές του (Μαγαζιά,  επιχειρήσεις, γραφεία και τράπεζες άνοιγαν μεταξύ 07.45 -08.00) που θα δυσχέραινε την κίνηση των αρμάτων και των στρατιωτικών οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαμε, απεφασίσθη τελικά η ώρα ενάρξεως της επιχειρήσεως να είναι 08.15, όταν πλέον το ‘τράφικ’ στους δρόμους ήταν μηδαμινό.

»Οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί ήταν το Προεδρικό μέγαρο, για την σύλληψη ή εξουδετέρωση του Μακαρίου, το κτίριο της Αστυνομίας στο οποίο συστεγάζετο και το ΓΕΕΦ, το στρατόπεδο των «Εφεδρικών» δίπλα στο κτίριο της Αστυνομίας, ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών (CYTA),  ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ΡΙΚ, το μέγαρο της αρχιεπισκοπής (που κατά τις πληροφορίες μας είχε οπλισμό των «Εφεδρικών), και ο αστυνομικός σταθμός Πύλης Πάφου, όπου στρατωνίζετο η αφρόκρεμα των «Εφεδρικών», και ήταν το ανακριτικό τμήμα για τους συλλαμβανομένους ‘ενωτικούς’.


Τανκ έξω από τον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού και στρατιώτες , σε πρόχειρο φυλάκιο στην οροφή του κτιρίου.
Το Πραξικόπημα είχε ήδη επιβληθεί…

»Συνεχίσαμε κανονικά την δουλειά μας, χωρίς να προκαλούμε υποψίες για το εγχείρημα.
Έγινε εκείνες τις ημέρες μία συγκέντρωσις όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών στο αμφιθέατρο του ΓΕΕΦ, από τον Ντενίση, στην οποία μας ανέλυσε την κατάσταση την οποία ήδη γνωρίζαμε από τον τύπο, μας συνέστησε ψυχραιμία, και, εν κατακλείδι, μας είπε ότι εάν η Ελληνική κυβέρνησις  αποδεχθεί την απαίτηση του Μακαρίου, πράγμα κατά την γνώμη του δύσκολο, τότε θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση από το νησί.
Μας συνέστησε να εξακολουθήσουμε την δουλειά μας με ψυχραιμία.

»Εκείνες τις ημέρες μού κοινοποιήθηκε από το ΓΕΝ το όνομα του αντικαταστάτου μου ( ήταν ο αντιπλοίαρχος Καρατσώλης, μία τάξις νεώτερός μου) ο οποίος σύμφωνα με την διαταγή θα ερχόταν στην Κύπρο, αφού εγώ θα συμπλήρωνα διετία, περί τα μέσα Αυγούστου, και εγώ θα ετοποθετούμην Κυβερνήτης στο αντιτορπιλικό «Σφενδόνη».
Η γυναίκα μου Λίλυ άρχισε να πακετάρει τα πράγματά μας, τα οποία δεν ήταν και πολλά, διότι νοικιάζαμε επιπλωμένα σπίτια, και είχαμε στην ουσία μόνο μερικά καλά σερβίτσια και τα ρούχα μας.

Ενημέρωση αξιωματικών, για το Πραξικόπημα

»Τρείς ημέρες προ του εγχειρήματος πήγα στην ΝΒΧ( Ναυτική Βάση Χρυσούλη, στο Μπογάζι), όπου σε συγκέντρωση των μονίμων αξιωματικών μου, που έκανα στο γραφείο του διοικητού της, τους ενημέρωσα για την ‘κίνηση’.
Πλήν δύο υποπλοιάρχων, του Κανδαλέπα και του Τσαταλού, οι άλλοι αξιωματικοί εδέχθησαν την πληροφορία σαν κάτι αναμενόμενο, χωρίς αντιρρήσεις, και κάποιοι με υποκρυπτόμενο ενθουσιασμό.
Μου εδήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να αναλάβουν οιανδήποτε αποστολή τους ανέθετα.
Οι δύο υποπλοίαρχοι, που ήταν αυτοί που είχαν έλθει όπως έλεγαν στην Κύπρο, για να …αγοράσουν τα ηλεκτρικά του ο ένας, και για να φτιάξει μπουτίκ η γυναίκα του ο άλλος (!), δεν παρουσιάζοντο αντίθετοι στην κίνηση, αλλά φοβόντουσαν για την ζωή των σε περίπτωση εμπλοκής σε μάχες με τους «Εφεδρικούς». 
Τους επέστησα την προσοχή όσον αφορά στο απόρρητον της ενεργείας, και έδωσα στον διοικητή Παπαδάκη οδηγίες να στείλει με την έναρξη της ενεργείας αυτοκίνητα με συνοδεία βατραχανθρώπων, να μαζέψουν όλες τις οικογένειες των Ελλαδιτών που έμεναν στην περιοχή, και να τις μεταφέρουν στις θερινές εγκαταστάσεις των αξιωματικών στην Αμμόχωστο όπου θα παρέμεναν υπό την προστασία των βατραχανθρώπων όσο διάστημα θα χρειαζόταν, ώστε να μη υποστούν τυχόν αντίποινα από τους εφεδρικούς.
Επίσης, να έχει σε ετοιμότητα ένοπλη ομάδα εκ 50 ναυτών με 6 υπαξιωματικούς και υπό αξιωματικό, για να την αποστείλει στο επιτελείο μου στην Λευκωσία, όταν την ζητήσω.
Ο υποπλοίαρχος (μηχ) Γ. Ντάνος εζήτησε να είναι αυτός επί κεφαλής, και το εδέχθην.
Πήγα εν συνεχεία στην Κυρήνεια και ενημέρωσα σχετικά τον Υποπλοίαρχο Τσομάκη, στον οποίο έδωσα εντολή να απομονώσει με την έναρξη της επιχειρήσεως τον Ναυτικό Σταθμό, κλείνοντας τις πόρτες του Φρουρίου και απαγορεύοντας την είσοδο σε οιονδήποτε και να τεθεί υπό της διαταγές του διοικητού της εκεί στρατιωτικής διοικήσεως, παρέχοντας βοήθεια και υποστήριξη σε ό,τι του ζητηθεί.
Με ενθουσιασμό συγκατετέθη.
Ένα πρόβλημα που με απασχολούσε ήταν το προσωπικό του Ναυτικού Σταθμού Πάφου.
Η Πάφος, από όπου κατήγετο ο Μακάριος, ήταν το κατ’ εξοχήν προπύργιό του.
Ο αριθμός των «Εφεδρικών» εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις στρατιωτικές μονάδες της Ε.Φ. και πολύ καλύτερα εξοπλισμένος.
Για το λόγο αυτό, οι μονάδες της Ε.Φ. της Πάφου είχαν μείνει απληροφόρητες για το εγχείρημα, εν γνώσει μας ότι, θα εγκλωβιστούν από τους «Εφεδρικούς» και θα συλληφθούν οι Έλληνες αξιωματικοί.
Αυτό δεν ήθελα να γίνει για το προσωπικό μου. Ειδοποίησα τον κυβερνήτη του περιπολικού ‘Λεβέντης’, τον υποπλοίαρχο Ταβλαρίδη να με συναντήσει και του έδωσα διαταγή περιπολίας με εντολή τα ξημερώματα της 15ης Ιουλίου να καταπλεύσει στον λιμένα της Πάφου εμπρός από τον Ναυτικό Σταθμό, όπου θα προστάτευε τον σταθμό με τα πυροβόλα του πλοίου από οιανδήποτε εισβολή «Εφεδρικών», και θα επιβίβαζε το προσωπικό του Ναυτικού σταθμού και τις 2-3 ελληνικές οικογένειες του προσωπικού, στο πλοίο, απομακρυνόμενος του λιμένος, ώστε να μη συλληφθεί κανείς από το προσωπικό του Ναυτικού, από τους «Εφεδρικούς» του Μακαρίου.
Και αυτός έφυγε με ενθουσιασμό για την αποστολή του.
Τα ΣΕΠ (ραντάρ) δεν είχαν καμία πληροφόρηση, διότι δεν χρειαζόταν και διότι είχαν συνεχή ετοιμότητα, με εξοπλισμένα πάντοτε τα αντιαεροπορικά ‘Έρλικον’ των 20 χιλιοστών, που ήταν αρκετά να αποθαρρύνουν οιονδήποτε θα ήθελε να παραβιάσει τα στρατόπεδά των.
Εν συνεχεία ασχολήθηκα με τα του επιτελείου μου. 
Μίλησα με τους υποπλοιάρχους (μηχ) Παπαργύρη και (ο) Τζεφεράκο.
Στον πρώτο ανέθεσα την αποστολή της καταλήψεως του ΟΤΕ (CYTA), την φύλαξή του, και την διακοπή των τηλεφώνων της περιοχής Λευκωσίας το ταχύτερον μετά την εκδήλωση της ενεργείας και ο δεύτερος θα ήταν βοηθός μου στην κατάληψη του δευτέρου ορόφου της Αστυνομίας, την συγκέντρωση όλων των ευρισκομένων εκεί αστυνομικών στον χώρο της καντίνας υπό προσωρινό περιορισμό και την διακοπή των ραδιοεπικοινωνιών της Αστυνομίας, και απενεργοποίηση της σειρήνας που υπήρχε στην οροφή του μεγάρου.
Επίσης την σύλληψη και περιορισμό των δύο φρουρών του «Εφεδρικού σώματος», που είχαν εγκατασταθεί τελευταία στα δύο άκρα του δευτέρου ορόφου του αστυνομικού μεγάρου, προφανώς για να μας παρακολουθούν.
Ο Παπαργύρης θα είχε μαζί του τρεις υπαξιωματικούς και τρεις ναύτες, και στην δική μου ομάδα θα είχα εκτός από τον Τζεφεράκο, ένα έφεδρο Σημαιοφόρο, τρεις υπαξιωματικούς και τέσσερις ναύτες.
Ένας έφεδρος σημαιοφόρος, δύο υπαξιωματικοί, και δύο ναύτες θα παρέμεναν στα γραφεία του Επιτελείου, για την φύλαξή των.

»Την Πέμπτη 11/7/74, ο Α/ΓΕΕΦ Ντενίσης εκλήθη επειγόντως στην Αθήνα, για συνομιλίες επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως.
Οι διευθυντές κλάδων του ΓΕΕΦ πήγαιναν, ως γινόταν συνήθως, στο αεροδρόμιο και τον αποχαιρετήσαμε.
Δημοσιογράφοι παριστάμενοι στην αναχώρηση τον ερώτησαν για τον σκοπό της αναχωρήσεως του, και τους απήντησε ότι στη σύσκεψη που θα έχει με την Ελληνική κυβέρνηση και τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Μπονάνο, θα προσπαθήσουν να βρουν μία λύση στην δημιουργηθείσα κατάσταση.

Μπάνιο στη θάλασσα για παραπλάνηση

»Την Παρασκευή 12/7 και το Σάββατο 13/7 κάναμε, με διάφορες δικαιολογίες, αναγνώριση των στόχων των αποστολών μας, για να ξέρουμε τι πιθανώς θα αντιμετωπίσουμε.
Την Κυριακή, όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί της Ε.Φ. με τις οικογένειές μας, βρεθήκαμε στις θερινές εγκαταστάσεις των αξιωματικών της Ε.Φ. στην Αμμόχωστο, κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα και διασκεδάζοντας, όπως γινόταν συνήθως όλες τις Κυριακές του καλοκαιριού, ώστε να μη κινήσουμε καμιά υποψία ότι κάτι έκτακτο θα συνέβαινε.

»Το ΓΕΕΦ είχε μεριμνήσει όπως με την έναρξη της επιχειρήσεως επιτάξει το ξενοδοχείο «ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ» στην Λευκωσία και μεταφέρει, συνοδεία ενόπλων, όλες τις οικογένειες των Ελλαδιτών αξιωματικών εκεί, όπου θα παρέμεναν υπό την προστασία μιας διμοιρίας εθνοφρουρών, για αποφυγή αντιποίνων εκ μέρους των «Εφεδρικών».
Είχαμε εγκαίρως δώσει τις διευθύνσεις μας και είχε καθορισθεί ο τρόπος περισυλλογής των οικογενειών.»

(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)