GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

ΑΝΤΑΡΤΙΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΤΗ ΜΕ ΤΗ ΒΙΑ! - Μαρτυρία της Ευγενίας Νικ. Κατσέλου - Ράικου

- ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ-ΣΤΕΝΩΜΑ- ΒΙΝΙΑΝΗ- ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ- ΓΕΦΥΡΑ ΚΟΡΑΚΟΥ Μαρτυρία της Ευγενίας Νικ. Κατσέλου - Ράικου Γραφει ο Ιωαννης...

-



ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ-ΣΤΕΝΩΜΑ- ΒΙΝΙΑΝΗ- ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ- ΓΕΦΥΡΑ ΚΟΡΑΚΟΥ

Μαρτυρία της Ευγενίας Νικ. Κατσέλου - Ράικου


Γραφει ο Ιωαννης Μπουγας

Έχω γεννηθεί στην Αγία Τριάδα Καρπενησίου το 1931.
Οι αντάρτες ήρθαν στο χωριό μας το 1947.
Μας πήραν τα πάντα από το πατρικό μας, όπως και από τα περισσότερα σπίτια του χωριού.
Δεν μας άφησαν τίποτε από τρόφιμα.
Τότε πήραμε ότι μας απέμεινε, την αγελάδα μας και τις κατσίκες μας, που ευτυχώς τις δικές μας δεν τις πήρανε οι αντάρτες, και πήγαμε στο Καρπενήσι.
Οι γονείς μου, εγώ και η γυναίκα του αδελφού μου με το μωρότης.
Τα δυό αδέλφια μου έλειπαν.
Ο ένας ήταν χωροφύλακας και ο άλλος στρατιώτης. 
Είμαστε 10 οικογένειες σε ένα κτίσμα σαν σπίτι, σαν καλύβα που μέναμε.
Όλοι κοιμόμαστε χάμω στο χώμα με τα λίγα ρούχα που είχαμε πάρει μαζί μας.
Σε μιά φωτιά μαγειρεύαμε όταν είχαμε κάτι να μαγειρέψουμε, γιατί χρήματα δεν υπήρχαν από πουθενά.

-
Δεν είμαστε μόνο εμείς από την Αγία Τριάδα στο Καρπενήσι, ήταν πολλά χωριά από την Ευρυτανία που οι κάτοικοί τους είχαν καταφύγει στο Καρπενήσι (σ.σ. αυτοί οι άνθρωποι ήταν μέρος των εκατοντάδων χιλιάδων ανταρτόπληκτων του 1947-49 από τα ορεινά χωριά της Ελλάδος, που τα εγκατέλειψαν και πήγαν για ασφάλεια σε μεγαλύτερες πολιτείες).
Ακούγαμε και βρισιές από μερικούς ντόπιους, «τι γυρεύετε εδώ;».
Κακοπερνάγαμε, κακοπερνάγαμε....
Μερικοί προσπάθησαν να φτιάξουν το δικό τους καλύβι.
Το ίδιο έκανε και η οικογένειά μου.
Φτιάξαμε μιά παράγκα και μέναμε, αλλά ήρθε ο χειμώνας, έπεφτε χιόνι, ήταν πολύ δύσκολα.

Θυμάμαι όταν ήρθαν οι αντάρτες και μπήκαν στο Καρπενήσι.
(σ.σ. Οι αντάρτες κτύπησαν το Καρπενήσι τη νύχτα της 19ης Ιανουαρίου και το κατέλαβαν το επόμενο βράδυ της 20ης προς 21η Ιανουαρίου του 1949.
Το κράτησαν για 18 ημέρες).
Εμείς είμαστε στην παράγκα και την τρυπούσαν οι σφαίρες.
Ήταν απέναντι σκοπιά των χωροφυλάκων που αμύνονταν στους αντάρτες.
Σκοτώθηκε και ένας χωροφύλακας κεί, τον είδα με τα μάτια μου.
Εκείνες τις ημέρες ήταν και ο ένας αδελφός μου μαζί μας.
Καθώς κινδυνεύαμε στην παράγκα, ο αδελφός μου μας φυγάδευσε από μια στενή τρύπα στην αποθήκη ενός γείτονα στην οποίαν είχε τα ζώα του και τον σανό γι αυτά.

Το επόμενο πρωί ήρθε ένα αεροπλάνο και πολυβολούσε τους αντάρτες, μια ριπή έπεσε εκεί που είμαστε και εμείς αλλά ευτυχώς δεν μας κτύπησε.
Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που έριξαν οι αντάρτες (σ.σ. 
Την 21η Ιανουαρίου οι αντάρτες κατέρριψαν στη δυτική πλευρά του Καρπενησίου, πάνω από το νοσοκομείο, αναγνωριστικό αεροπλάνο τύπου Harvard, στο οποίο επέβαιναν ο πιλότος, Παναγιώτης Τσούκας, και ο Αμερικανός συνταγματάρχης Εντνερ. 
Άρα δεν ήταν το αεροπλάνο που πολυβολούσε).
Όταν πλησίασαν οι αντάρτες εκτός από τους γονείς μου που βγήκαν έξω, οι άλλοι κρυφτήκαμε μέσα στα άχυρα της αποθήκης.
Φάνηκε όμως ότι είχαν το όνομά μου και με έψαχναν.
Τότε, ο πατέρας μου με πήρε και με πήγε λίγο πιό κάτω που υπήρχε καταφύγιο.
Άνοιξε την καταπακτή και κατέβηκα κάτω, ήταν εκεί και άλλα κορίτσια.

Όμως, κάποιος μας πρόδωσε.
Έρχονται οι αντάρτες, τραβάνε το σκέπασμα της καταπακτής και φωνάζουν, «έξω!».
Μας παίρνουν.
Φώναζαν οι γονείς, αλλά αυτοί τίποτε.
Μόνο τους είπαν, «φέρτε ρούχα στα παιδιά σας και ότι άλλο έχετε γιατί θα έρθουν μαζί μας».
Μου έφερε ο πατέρας μου κάτι άρβυλα, κάλτσες και μιά χλαίνη κοντή.
Έτσι ντύθηκα, γιατί έριχνε και χιόνι εκείνη την ώρα. 
Μας πήραν και όπως πηγαίναμε θυμάμαι που ήταν άνθρωποι σκοτωμένοι στον δρόμο μας.
Η σκηνή ήταν δραματική.
Οι γονείς μας ακολουθούσαν, κλαίγανε, μας τραβάγανε.
«Ευγενία μου που σε πάνε» άκουγα τον πατέρα μου να φωνάζει, σαν να τον ακούω ακόμη και σήμερα. 
Αλλά και οι αντάρτες φώναζαν, «γυρίστε πίσω» στους γονείς. 
Τέλος πάντων, μας πήραν και μας πήγαν στο χωριό Στένωμα (σ.σ. χωριό της Ευρυτανίας 15 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι).

Από εκεί, για 10 ημέρες μας έφερναν κάθε ημέρα στο Καρπενήσι και μας φόρτωναν αλεύρι και το πηγαίναμε στο Στένωμα.


Όταν τελείωσε αυτό μας πήγαν στη Βίνιανη.
Εκεί είχαν το αρχηγείο τους (σ.σ. στη Βίνιανη ιδρύθηκε και η ΠΕΕΑ στις 10 Μαρτίου 1944).
Στη Βίνιανη μας έδωσαν όπλο και σφαίρες, μας έκαναν ανταρτίνες!
Μας είπαν ότι είμαστε στον αντάρτικο στρατό του καπετάν Γιώτη (σ.σ. Ο Χαρίλαος Φλωράκης).
Είμαστε γύρω στα 30 κορίτσια στο λόχο μας, και λοχαγός μας ήταν ο καπετάν Βόλγας, δεν ξέρω το επίθετό του (σ.σ. Βόλγας ήταν «αγαπημένο» ψευδώνυμο των ανταρτών του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ και του «ΔΣΕ». 
Προφανώς τους έφερνε κοντά στη μητέρα τους τη Σοβιετική Ένωση.
Στην Πελοπόννησο το 1943-44 ήταν γνωστοί 3 με αυτό το ψευδώνυμο.
Ένας από τους πιό απάνθρωπους σφαγείς της ΟΠΛΑ Σοφικού ήταν ο καπετάν Βόλγας.
Για έναν δεύτερο Βόλγα της ΟΠΛΑ, από τα Λευκάκια Ναυπλίου, ο πατέρας του έλεγε ότι έγλειφε το αίμα σαν να ήταν πελτές τομάτας).

-
Το μεγάλο βάσανό μας εκεί ήταν ότι μας σήκωναν πρωί-πρωί και μας πήγαιναν μέσα στα χιόνια στο ποτάμι, τον Μέγδοβα (σ.σ. ο Ταυρωπός και στην αρχαιότητα λεγόταν Καμπύλος), τον περνούσαμε με τα παπούτσια στο χέρι, πάγωναν τα πόδια μας, και πηγαίναμε στο Στένωμα.
Εκεί, μας φόρτωναν πάλι το αλεύρι που είχαμε πάει από το Καρπενήσι, και γυρίζαμε το ίδιο δρομολόγιο στη Βίνιανη, περνώντας πάλι τον Μέγδοβα.
Σε κάθε κορίτσι, φόρτωναν 10 κιλά αλεύρι, ένα όπλο και 200 σφαίρες.
Να σας πω δε, παρότι κουβαλούσαμε το αλεύρι δεν μας έδιναν λίγο να φτιάξουμε λίγο κουρκούτι στην καραβάνα που μας είχαν δώσει, να φάμε κάτι.

Παρότι κουβαλούσαμε την ημέρα το αλεύρι και τα πυρομαχικά, στη Βίνιανη μας σήκωναν και τη νύχτα να φυλάμε σκοπιά.
Μα έδιναν και παρασύνθημα.
Τα κορίτσια, το καθένα είχαμε αριθμό, και με τον αριθμό μας φώναζαν οι ανταρτίνες οι παλιές να σηκωθούμε να πάμε για σκοπιά.
Κοιμόμαστε χάμω με κάτι μικρές κουβερτούλες που μας είχαν δώσει.
Εκεί που φυλάγαμε σκοπιά, μας έκαναν και έφοδο, και έπρεπε να τους φωνάξουμε «Αλτ! Τις Εί» για να μας δώσουν το παρασύνθημα.

Μετά τη Βίνιανη μας πήγαν στη Μαυρομάτα (Έλσιανη) (σ.σ. προς Καρδίτσα, καρδιά των Αγράφων).
-Τι τρώγατε τότε;
-Άρχισαν να μας δίνουν από λίγο αλεύρι και το φτιάχναμε χυλό στην καραβάνα μια φορά την ημέρα.
- Καλά αυτοί, οι αντάρτες και οι ανταρτίνες, δεν έτρωγαν;
-Αυτοί, έτρωγαν! Να σας πω, αυτοί έτρωγαν τα κατσίκια!
Στη Μαυρομάτα, για εκπαίδευση μας έβγαζαν το βράδυ και μας έδειχναν πως να προσανατολιζόμαστε με τον πολικό αστέρα, να βρίσκουμε τον δρόμο μας. 
Σε μια τέτοια άσκηση ένα βράδυ στη Μαυρομάτα τους έφυγαν 7 κορίτσια, και ήταν από τη δική μου Ομάδα. 
Μου είπαν αργότερα ότι ήρθαν να με πάρουν και μένα αλλά δεν με βρήκαν γιατί μου έκαναν μάθημα κάπου αλλού.
Ήταν από εκείνα τα χωριά και γνώριζαν τον τόπο. Γύρισαν στο Καρπενήσι, πήγαν και στους γονείς μου και τους είπαν που είμαι και ότι δεν μπόρεσαν να με πάρουν.

Οι αντάρτες μας γύμναζαν και πως να κυλιόμαστε τυλιγμένες με τις κουβέρτες μας, μέσα στα βάτα.
Μας έβαλαν να ρίχνουμε και με το πολυβόλο.
Έριξα και εγώ.
Μετά αρχίσαμε να κρυβόμαστε όλη την ημέρα, να μην κυκλοφορούμε γιατί μας είχε πλησιάσει ο στρατός που ελευθέρωσε το Καρπενήσι.

Ήρθε ο Μάρτιος και ξεκινήσαμε μιά μεγάλη πορεία προς την Ήπειρο.
Έλεγαν ότι πάμε να πάρουμε την Αρτα.
Ένα μεσημέρι, όπως πηγαίναμε μας κτύπησαν τα αεροπλάνα. Βομβάρδισαν και τα καράβια από τη θάλασσα (σ.σ. μεταξύ 9-20 Μαρτίου 1949 οι μεραρχίες του «ΔΣΕ» του Καπετάν Γιώτη -στην οποίαν ήταν και τα στρατολογημένα κορίτσια από το Καρπενήσι-και του Διαμαντή, Ι και ΙΙ, διατάχθηκαν να κινηθούν εναντίον της Άρτας, ώστε να ελαττωθεί η πίεση στον «ΔΣΕ» βορειότερα στον Γράμμο, ώστε να μπορέσουν οι αντάρτες να επανέλθουν από το Βίτσι στον Γράμμο, από όπου είχαν εκδιωχθεί το καλοκαίρι του 1948.
Μονάδες του Ελληνικού Στρατού από Κόνιτσα και τη βόρεια Πίνδο μετακινήθηκαν πρός την Άρτα.
Η επιχείρηση αυτή του «ΔΣΕ» είναι γνωστή ως «ο αντιπερισπασμός της Άρτας»).

Όταν φθάσαμε στο μέτωπο, οι αντάρτες και οι ανταρτίνες που μας κατεύθυναν ήθελαν να μας βάλουν μπροστά να πολεμήσουμε.
Μας είχαν προχωρήσει στην πρώτη γραμμή.
Ήρθε και ένα αεροπλάνο, αλλά ίσως να είδε ότι είμαστε από το Παιδομάζωμα, γιατί χτύπαγε το μυδράλιο αλλά δίπλα μας, όχι σε μας.
Και οι αντάρτες μας φώναζαν, «ακίνητες», «μην κινείστε»!
Οι αντάρτες μας φώναζαν να μην κινούμαστε εμείς, αλλά αυτοί σιγά-σιγά έφευγαν πίσω.
Από την άλλη μεριά οι στρατιώτες μας φώναζαν «παραδοθείτε» αλλά εμείς,τα κορίτσια, φοβισμένες όπως είμαστε και ξαπλωμένες κάτω στη γη δεν είχαμε καταλάβει ότι είχαν φύγει και μας είχαν εγκαταλείψει. 
Αν προχωρούσαμε λίγο μπορούσαμε να παραδοθούμε και να γλυτώσουμε.

Αντίθετα απ΄αυτό όταν σταμάτησαν τα πυροβόλα και οι πυροβολισμοί, σηκωθήκαμε και πήραμε τον ανήφορο να φθάσουμε τους αντάρτες.
Σε κάποια στιγμή τους φθάσαμε.
Τότε, ένας αντάρτης μου δίνει να κουβαλώ στον ώμο μου και ένα πολυβόλο μαζί με το όπλο μου.
Το πήρα, τι να έκανα, αλλά άρχισε να με πονά το πόδι μου και βογκούσα. 
Αυτό όμως απαγορευόταν γιατί ο στρατός μας ακολουθούσε, και μας έλεγαν να κάνουμε ησυχία.
Ευτυχώς, με άκουσε κάποιος καπετάνιος, ρώτησε ποια είναι αυτή που μιλάει, του είπαν ότι είναι ένα κορίτσι που έχει το πολυβόλο και διέταξε και μου το πήρανε.

Σταματήσαμε κάποια στιγμή την πορεία και συνεχίσαμε την επομένη ημέρα.
Ο στρατός μας είχε πλησιάσει πιά, τραβούσαμε για του Κοράκου τη Γέφυρα, εκεί που έγινε ο μεγάλος χαμός! 
(σ.σ. Η ιστορική Γέφυρα του Κοράκου πάνω από τον Αχελώο, η μεγαλύτερη μονότοξη πέτρινη γέφυρα των Βαλκανίων που συνέδεε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και τη Στερεά.
Κτίσθηκε το 1514.
Είχε άνοιγμα στη βάση 84 μέτρα και ύψος στη μέση της καμάρας 46 μέτρα).

-

Φθάσαμε στη γέφυρα, απόγευμα, Μάρτης μήνας, και βρίσκουμε άλλο λόχο εκεί που είχε και κορίτσια από το χωριό μας.
Με είδε ένα κοριτσάκι, γειτόνισσά μου, και με ρώτησε, «Ευγενία έχω λίγο κουρκούτι, το θέλεις».
Αυτά ξεκουράζονταν και ο δικός μας ο λόχος περνούσε.
Μας πέρασαν από τη γέφυρα απέναντι είναι ένα μεγάλο βουνό, εκεί συνορεύει η Ήπειρος με τη Θεσσαλία.
Πίσω μας γινόταν μάχη μεγάλη, σκοτώθηκαν πολλοί αντάρτες, χαλάσανε και τη γέφυρα, την κόψανε στη μέση.
Εμείς προχωρήσαμε προς τα πίσω το βουνό, είχαν πιάσει το βουνό οι αντάρτες, και μα είπαν «λούφα, να μην φαινόσαστε», «ησυχία, δεν θα μιλάτε».
Είχε ρίξει και λίγο χιόνι, θυμάμαι. 
Όλην την νύχτα η μάχη συνεχιζόταν, ακούγονταν εκρήξεις, αλλά εμείς είμαστε πίσω δεν κινδυνεύαμε.

Ξημέρωσε και η επόμενη ημέρα και οι αντάρτες μας διέταξαν να παραμείνουμε κάτω ακίνητες.
Έφθασε το μεσημέρι και οι ανταρτίνες που μα φύλαγαν, και ένας αντάρτης που ήταν εκεί μαζί μας, έπεσαν για ύπνο.
Είχε και έναν ήλιο.
Περιμέναμε να νυχτώσει είπαν, για να φύγουμε προς τα πάνω, την Πίνδο, την Αλβανία.
[σ.σ. Όταν οι δυό μεραρχίες του «ΔΣΕ» εγκατέλειψαν τον ελιγμό που έκαναν ότι δήθεν θα κτυπούσαν την Άρτα, κατευθύνθηκαν προς την Γέφυρα του Κοράκου. 
Εκεί δέχθηκαν σκληρά κτυπήματα από την Ελληνική αεροπορία αλλά και το πυροβολικό και το πεζικό του Ελληνικού Στρατού που είχε τεθεί στο κυνήγι τους. 
Και οι αντάρτες αντιστάθηκαν ισχυρά για να κρατήσουν τη γέφυρα ανοικτή, να περάσουν τα τμήματά τους, και έχασαν εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
Η κορύφωση της μάχης έλαβε χώρα την 28η Μαρτίου 1949.
Τελικά, όλα τα τμήματα του «ΔΣΕ» πέρασαν τη γέφυρα πλην μιας διμοιρίας, πριν ο «ΔΣΕ» ανατινάξει τη γέφυρα κοντά στα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας, ώστε να σταματήσει την καταδίωξη από τον Ελληνικό Στρατό].

Εμείς είμαστε τρία κορίτσια μαζί, εγώ η Αγλαϊα και η Λουκία, καλές φίλες πιά.
Με πήρε ο ύπνος και μένα, αλλά είδα ένα δυνατό όνειρο μια γυναίκα και μου είπε να σηκωθώ.
Έτσι πετάχτηκα επάνω.
Τα άλλα δυο κορίτσια κοιμούνταν.
Ξυπνάω σιγά-σιγά την Αγλαϊα που ήταν δίπλα μου, τις λέω να πάρουμε τα παγούρια μας να πάμε για νερό προς τη γέφυρα.
Δεν ξέραμε ότι είναι κομμένη, μήπως μπορούσαμε να περάσουμε , να φύγουμε προς τον στρατό. 
Προχωράμε προς τα κάτω, αλλά που να μας αφήσουν, ήταν γεμάτο αντάρτες κρυμμένοι από τα αεροπλάνα κάτω από τα δένδρα.
Το ποτάμι φαινόταν, βούιζε, κατέβαζε πολύ νερό. 
Μάρτης μήνας που ήταν.

Μας είπαν οι αντάρτες «γυρίστε πίσω, γιατί κινείστε, δεν σας είπαν να μην φαινόσαστε».
Δικαιολογηθήκαμε ότι πηγαίναμε για νερό, και δεν μας πείραξαν.
Είδαμε όμως ότι η γέφυρα ήταν γκρεμισμένη, δεν υπήρχε πιά. 
Γυρίσαμε πίσω, εκεί που είμαστε πριν.
Η τρίτη κοπέλα είχε ξυπνήσει και έκλαιγε που είχε μείνει μόνη της.
Της έκανα νόημα να σωπάσει, και να έρθει μαζί μας, γιατί είδα ότι οι ανταρτίνες κοιμούνταν ακόμη και ροχάλιζαν.

(σ.σ. Οι αντάρτες και οι ανταρτίνες κοιμούνταν γιατί είχαν εξαντληθεί από τις συνεχείς μετακινήσεις που τους είχε επιβάλει η ηγεσία τους εκείνη την περίοδο, και ιδιαίτερα οι προσπάθειες των τελευταίων ημερών να ξεφύγουν από την καταδίωξη του στρατού και να αποφύγουν τις βολές των αεροπλάνων.
Ο Αλέξανδρος Ζαούσης στο μοναδικό έργο του «Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ» αναφέρεται στην μεγάλη εξάντληση των ανταρτών κατά τη σύμπτυξή τους από την Άρτα.
Μάλιστα αναφέρει ότι ο επιτελάρχης της μεραρχίας του Γιώτη, ο Σωτήρης Τσιτσιπής (καπετάν Λοκρός) ήταν τόσο εξαντλημένος που βγήκε από τον δρόμο, ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.
Οι σύντροφοί του τον άφησαν, και τον ξύπνησαν σε λίγη ώρα οι στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού.
Δεν χρειάστηκε να τρέχει άλλο στα βουνά....).

Φεύγουμε προς τα πέρα στην πλαγιά και οι τρείς, αλλά σε λίγο τελείωσαν τα δένδρα, δεν υπήρχε τίποτα να κρυφτούμε.
Πήραμε ένα μονοπάτι προς τα κάτω.
Σε λίγο βλέπουμε κάτι βράχια.
Ανεβαίνουμε εκεί, ανάμεσα στις πέτρες τα τρία κορίτσια, αγκαλιαστήκαμε και καθήσαμε κάτω να μην φαινόμαστε.

Θα ήταν μεσημέρι που κρυφτήκαμε, δώδεκα-μία η ώρα.
Μείναμε εκεί, έτσι κρυμένες, όλη την ημέρα, όλη την νύχτα, και μέχρι το άλλο μεσημέρι.
Τη νύχτα περνούσαν απόκάτω οι αντάρτες, έφευγαν προς το Μουζάκι.
Γινόταν χαμός, ακούγαμε τραυματίες να πονούν και να βογγοάνε και να φωνάζουν.
Εμείς κρυμένες εκεί, μιλιά δεν βγάζαμε.
Όταν ξημέρωσε ήταν πιά ησυχία, δεν ακουγόταν τίποτε, αλλά εμείς που να τολμήσουμε να βγούμε από τα βράχια.
Αρχίσαμε όμως να κρυφοκοιτάμε να δούμε τι γίνεται γύρω-γύρω.
Το βραδάκι, βλέπουμε και ερχόταν πιό κάτω μια γυναίκα, μιά κυρία ηλικιωμένη.
Αποφασίσαμε να της μιλήσουμε.

Της φωνάζω, «θεία», «θεία»! 
Με άκουσε και μου έκανε νόημα να πάω στην άκρη του βραχου.
Πήγα, πλησίασε κι αυτή, και της είπα ότι «είμαστε τρία κορίτσια εδώ, μας είχαν πάρει οι αντάρτες».
Μου είπε τότε η κυρία αυτή: «πάω να μαζέψω τα κατσίκια και θα γυρίσω να σας πάρω.
Αυτοί φύγανε, πάνε στον κόρακα απο εδώ, μην φοβάστε.
Έχει κοντά φυλάκιο ο στρατός και όταν νυχτώσει θα έρθω να σας πάρω».

Ευτυχώς, η γυναίκα αυτή ήταν από οικογένεια ΜΑΥδων.
Ήρθε πραγματικά η γυναίκα και μας πήρε.
Μας κατέβασε κάτω, κοντά στο ποτάμι που έρχεταιαπό το Μουζάκι, εκεί είχαν τα μαντριά τους . 
Ήταν εκεί άλλη μιά γυναίκα μόνο,οι άνδρες τους ήταν ΜΑΥ καιφύλαγαν κάπου.
Μας έβρασε χόρτα και φάγαμε με ψωμί.
Μετά, επειδή φοβόταν να μας κρατήσει εκεί, μας πήγε σε ένα χωράφι της οικογενείας που είχαν ένα καλύβι, αχυρώνα, και μας έβαλε εκεί να κοιμηθούμε.
- μας είπε, «εδώ θα μείνετε, γιατί εδώ δεν κατεβαίνουν οι αντάρτες, φοβούνται από τους φρουρούς τους άνδρες μας.
Αύριο θα σας φέρω φαγητό από το παράθυρο, δεν θα ανόξω την πόρτα.
Θα δούμε πως θα φύγετε», μας είπε.

Καθήσαμε στον αχυρώνα εκείνη τη νύχτα, την επομένη ημέρα και την δεύτερη νύχτα.
Την επομένη ημέρα ήρθαν 3 άνδρες με τους οποίους είχε συννενοηθεί η γυναίκα που μας έκρυβε και μα πήραν.
Μας πήγαν πίσω στον Αχελώο, κοντά στη γέφυρα του Κοράκου που ήταν πιά γκρεμισμένη.
Μας έδεσαν και τα τρία κορίρσια με μια τριχιά για να μας περάσουν το ποτάμι.
Πέρασε ένας πρωτος απέναντι και ο άλλος κρατούσε από την άλλη όχθη να περάσουμε και εμείς, να μη μας παρασύρει το ορμητικό ρεύμα του Αχελώου.
Το νερό μας πήγαινε μέχρι το στήθος.
Μα ς πήγαν στο χωριό Πηγές σε ένα φιλικό τους σπίτι, όπου μας βοήθησαν να στεγνώσουμε και μα ς φιλοξένησαν το βράδυ.

Εμείς παρακαλέσαμε τους ανθρώπους αν μπορούν να μας πάνε στην Άρτα, όχι στον Στρατό. 
Η γυναίκα, στο σπίτι της οποίας μείναμε είχε αδελφό στο στρατό και είχε μλαθει ότι είχε σκοτωθεί στο Καρπενήσι.
Θυμάμαι που έκλαιγε και μας ρωτούσε «μήπως είχαμε δεί τον Αντωνάκη μας».

Το πρωί ήρθαν αυτοί οι 3 άνδρες πάλι και μας πήραν. Πόση ταλαιπωρία τράβηξαν οι άνθρωποι αυτοί για μάς, πεζοπορία τρομερή να μας πάνε στην Άρτα.
Στο δρόμο συναντούσαμε στρατό, ήθελαν να μας επιτάξουν, αλλά αυτοί δεν μας άφησαν,συνεχίσαμε μέχρι την Άρτα.
Μας πήγαν στην Αστυνομία.
Εκεί που περιμέναμε,έρχεται ένας αστυνομικός και μου λέει «εσύ μικρή με τις κοτσιδούλες, μήπως έχεις ψείρες;». 
Δεν είχα ψείρες γιατί όταν φεύγαμε στο Καρπενήσι ο πατέρας μου μου είχε βάλει ψειρόσκονη και μου είχε δώσει να πάρω και μαζί μου.
Είχα και τη χτένα μου μαζί και δεν είχα πιάσει ψείρες. Ευτυχώς.
«Όχι,όχι, δεν έχω.
Τι τις θέλεις τις ψείρες».
Στο κρατητήριο της αστυνομίας είχαν κλεισμένες κομμουνίστριες της Άρτας,οι οποίες τις προηγούμενες ημέρες όταν οι αντάρτες είχαν πλησιάσει την πόλη είχαν ξεσηκωθεί, και ο αστυνομικός ήθελε να τους πετάξει ψείρες να γεμίσουν.

Από την Άρτα, αφού μας έδωσαν και φάγαμε, μας συγκέτρωσαν πολλούς, δημιούργησαν φάλαγγα από στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας πήγαν στα Γιάννενα. 
Εκεί βρήκαμε πολλά αγόρια και κορίτσια από τα μέρη μας, τουλάχιστον 200, που και εκείνα είχαν ξεφύγει και είχαν παραδοθεί στον στρατό.
Μας πήραν τα ονόματα και τα μετέδωσαν από το ραδιόφωνο να μάθουν οι οικογένειές μας ότι είμεθα εν ζωή.
Εμένα, έγινε κάποιο λάθος και με ανακοίνωσαν ως Αγλαία Μπακατσέλου.
Οι γονείς μου νόμισαν ότι είχα πνιγεί στον Αχελώο, γιατί είχε γίνει ήδη γνωστό ότι από τα κορίτσια που πήραν οι αντάρτες από το Καρπενήσι, 70 είχαν πνιγεί! 
(σ.σ. το γεγονός αυτό, όπως και πολλά άλλα της περιόδου 1943-49, δεν έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία).

Από τα Γιάννενα με άλλη φάλαγγα αυτοκινήτων μας κατέβασαν στην Πρέβεζα, από εκεί στην Αμφιλοχία και στη συνέχεια στο Μεσολόγγι, από όπου με πλοίο μας πέρασαν στην Πάτρα.
Στη στάση που έγινε στην Αμφιλοχία για να πάρουμε και άλλους ήταν νύχτα.
Θυμάμαι, έρχεται ένας στρατιώτης και ρίχνει το φακό του μέσα στο αυτοκίνητο,και μου λέει, «και εσύ μικρή, είχες όπλο;). 
-«Ναί. Φυσικά είχα όπλο», λέω.
-«Καλά που δεν βρεθήκαμε πουθενά, να σε σκότωνα», λεει.
-«Γιατί να με σκότωνες;
Και εγώ έχω αδελφό στρατιώτη και άλλον χωροφύλακα», του απαντώ.
Αυτές είναι λεπτομέρειες της μεγάλης μου περιπέτειας που θυμάμαι πάντα.

Τελικά, από την Πάτρα μας πήγαν στην Αθήνα, όπου βρήκα συγγενείς μας και έμεινα.
Βρήκα και τον αδελφό μου που ήταν τραυματίας στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Είχε τραυματιστεί στον Γράμμο, είναι ακόμη εν ζωή (σ.σ. Απρίλιος 2018).

Αυτή ήταν η δίμηνη περιπέτειά μου με τους αντάρτες του Χαρίλαου Φλωράκη.

-«Κυρία Ευγενία, θέλω να σας ερωτήσω, όσον καιρό μείνατε με τους αντάρτες σας ενόχλησε εσάς ή άλλη κοπέλα κανένας αντάτης, καπετάνιος ή οποιοσδήποτε άλλος;».
-«Όχι, όχι.
Μας είχαν πει από την αρχή, «αν σας πειράξει συναγωνιστής, να έρθετε να μας το πείτε και θα τον εκτελέσουμε μπροστά σας». 
-«Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε;»
- «Ναί. Θέλω να σας για κάτι που είδα με τα μάτια μου, και το οποίο μου είπαν ότι σε ένα βιβλίο το παρουσιάζουν ανάποδα.

Όταν είχαμε φύγει από το χωριό μας και μέναμε στο Καρπένήσι, στην αρχή, πριν έρθουν οι αντάρτες στο Καρπενήσι, πηγαίναμε πολλοί χωριάτες μαζί στο χωριό με τη συνοδεία στρατιωτών ή ΜΑΥ, να πάρουμε ότι πράγματα είχαμε και γυρίζαμε πάλι όλοι μαζί.
Μια φορά που γυρίζαμε στο Καρπενήσι όλοι μαζί, οι αντάρτες που μας παρακολουθούσαν από έναν απέναντι λόφο, άρχισαν να μας κτυπάνε με ένα μυδράλιο.
Μας φώναξαν οι δικοί μας να περπατάμε όσο μπορούμε χαμηλά να μην μας πάρουν οι σφαίρες. 
Όμως σε μια στιγμή, λίγο μπροστά μου πήγαινε η Βασιλική Παρούτσα, την βλέπω να γέρνει και να πέφτει κάτω.
Είχε χτυπηθεί από το μυδράλιο των ανταρτών.

Παρά ταύτα, μου είπαν ότι σε ένα βιβλίο γράφουν ότι τη Βασιλική την σκότωσαν δεξιοί παρακρατικοί.
Αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί τη Βασιλική την είδα με τα μάτια μου να σκοτώνεται από τους αντάρτες.


-

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"




-