GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Η ΚΥΠΡΟΣ, Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

(Φώτο : Ο Παπάγος με τον Καραμανλή σε προεκλογική συγκέντρωση του «Συναγερμού».) Γράφει ο Γιάννης Αθανασόπουλος, Ιστορικός, ...





(Φώτο : Ο Παπάγος με τον Καραμανλή σε προεκλογική συγκέντρωση του «Συναγερμού».)

Γράφει ο Γιάννης Αθανασόπουλος, Ιστορικός, Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, κατεύθυνση Ιστορίας.

Το Κυπριακό ζήτημα αποτέλεσε το πλέον σημαντικό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής επί πρωθυπουργίας Αλέξανδρου Παπάγου. 
Ποιος ήταν όμως ο ρόλος του Στρατάρχη, του βασιλέα Παύλου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των Αγγλοαμερικάνων; 
Πριν απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα όμως θα ήταν προτιμότερο να γίνει μια εισαγωγική αναφορά για τον Αλέξανδρο Παπάγο και τη σταδιοδρομία του από τα πεδία των μαχών σαν Έλληνας αξιωματικός μέχρι την πολιτική και την πρωθυπουργία σαν ηγέτης του «Ελληνικού Συναγερμού».

Τα προλεγόμενα

Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Την περίοδο 1902-1904 φοίτησε στη Στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη φημισμένη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Ύπρ. Ο Παπάγος διακρίνεται και αριστεύει. 
Το 1906 επιστρέφει στην Ελλάδα και εισέρχεται στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του Ανθυπίλαρχου. 
Το 1910 σαν Υπίλαρχος γίνεται υπασπιστής του τότε Υπουργού Στρατιωτικών, Ελευθερίου Βενιζέλου.
Από την στιγμή εκείνη ξεκινάει μια ομολογουμένως ένδοξη στρατιωτική καριέρα με τον Παπάγο πρωταγωνιστή στα μεγάλα διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα των κατοπινών ετών. 
Το βάπτισμα του πυρός δίνεται στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. 
Υπηρέτησε στην καίρια θέση ευθύνης του προσωπικού Διαγγελέα του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου. Μετά τους Βαλκανικούς, μεταβαίνει στη Γαλλία και εντάσσεται τιμητικά στην Ακαδημία Πολέμου, όπου αποφοιτά πρώτος ανάμεσα σε αρίστους.
Η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, τυγχάνει να συμπίπτει με την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. 
Ο Παπάγος σαν βασιλόφρονας εξορίζεται από το καθεστώς του Ελευθερίου Βενιζέλου, αδιάφορα αν παλαιότερα είχε διατελέσει υπασπιστής του, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Το προσωπικό μεγαλείο

Αναμφίβολα το προσωπικό μεγαλείο του Παπάγου υπήρξε η αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού την περίοδο 1940-1941. 
Αν αναλογιστεί κανείς και την κατάσταση που είχε περιέλθει ο Στρατός μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1930 – κατάσταση που σύμφωνα με βρετανικές εκθέσεις ο Ελληνικός Στρατός παρομοιαζόταν με «τσίρκο!» – αποτελεί πράγματι επίτευγμα της τριανδρίας Μεταξά – Παπάγου – Γρίβα το γεγονός της ετοιμότητας του στρατεύματος παραμονές της ιταλικής επίθεσης.



Ο Αλέξανδρος Παπάγος με τον Ιωάννη Μεταξά.

Ο ιστορικός Ηλίας Ηλιόπουλος, στο βιβλίο του για τον Αλέξανδρο Παπάγο, αναφέρει: «Συνεπώς, εξ αντικειμένου, στον Παπάγο οφείλει να πιστωθεί το ιστορικώς αδιάψευστον γεγονός ότι η Ελλάς – απολύτως άοπλος και στερουμένη πάσης στρατιωτικής δυνατότητος μέχρι των μέσων της δεκαετίας του 1930 – κατόρθωσε, εντός σχετικώς μικρού μάλιστα χρονικού διαστήματος (τεσσάρων ετών), και σε απόρθητον οχυρό να μεταβληθεί και έναν άκρως ετοιμοπόλεμον, άριστα οργανωμένον, καλώς εξοπλισμένον και υψηλού ηθικού Στρατόν να προετοιμάσει, να εκπαιδεύσει και να παρατάξει, ο οποίος Στρατός και ήτο εκείνος που πραγμάτωσε το μεγαλειώδες «ΟΧΙ» του Πρωθυπουργού και Εθνικού Κυβερνήτου Ιωάννου Μεταξά».
Στα χρόνια της Κατοχής ο Παπάγος αρνήθηκε τις προτάσεις συνεργασίας τόσο της κατοχικής κυβέρνησης Γεωργίου Τσολάκογλου όσο και των Γερμανών κατακτητών. 
Μάλιστα στη πρόταση τους να λάβει τιμητική σύνταξη Αρχιστρατήγου, ο Παπάγος απάντησε με εξώδικο, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων: «… , λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω υμίν ότι, το κατ’ εμέ, δεν θα αποδεχθώ τοιαύτην ειδικήν σύνταξιν τυχόν χορηγηθησομένην εμοί συμφώνως τη εν λόγω πληροφορία«.
Ακολούθως στράφηκε στη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, με την ονομασία «Στρατιωτική Ιεραρχία». Με στόχο να ενσωματωθούν στην οργάνωση όλοι οι μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και την κατάλληλη στιγμή να πολεμήσουν τους κατακτητές. 
Μέχρι τότε η «Στρατιωτική Ιεραρχία» θα παρείχε όποια υπηρεσία μπορούσε στις οργανώσεις ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, ΕΚΚΑ του Δημ. Ψαρρού, ΠΑΟ, ΕΣ Πελοποννήσου, Χ του Γεωργίου Γρίβα και οργάνωση Τσαούς Αντών στην Ανατολική Μακεδονία. 
Η σύλληψή του το καλοκαίρι του 1943 από τους Γερμανούς, θα ματαιώσει τα σχέδιά του και θα τον στείλει δέσμιο στο Νταχάου.
Μετά την απελευθέρωση ο Παπάγος επιστρέφει και από τον Οκτώβριο του 1948 μετά από ομόφωνη πρόταση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητος, του Πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη του ανατίθεται η αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού στις επιχειρήσεις κατά του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Παπάγος πριν απαντήσει στον Σοφούλη επέβαλε κάποιους όρους προκειμένου να αναλάβει την αρχιστρατηγία. 
Αυτοί είχαν να κάνουν: α) με την απαίτηση να ανατεθούν στον ίδιο όλες οι αρμοδιότητες του Αρχιστρατήγου, β) με την προϋπόθεση πως οι δυτικοί μας σύμμαχοι δεν θα επέβαιναν στα σχέδια του ιδίου, παρά μόνο θα φρόντιζαν τη συνεισφορά στην εκπαίδευση και στον εφοδιασμό των Ενόπλων Δυνάμεων, γ) με την ενοποίηση όλων των Ενόπλων Δυνάμεων που θα ανέβαζε την δύναμη του Ελληνικού Στρατού στους 250.000 μάχιμους άνδρες και δ) να υιοθετηθούν όλες οι προϋποθέσεις που τόνιζε ο Παπάγος στο «Γενικόν Σχέδιον Πολεμικής Ενεργείας» που είχε συντάξει και παραδώσει στην κυβέρνηση. 
Οι όροι έγιναν άμεσα αποδεκτοί και τα αποτέλεσματά τους έγιναν φανερά τον Αύγουστο του 1949, όπου ο Ελληνικός Στρατός στα όρη Γράμμος-Βίτσι έβαλε τέλος στην τετραετή κομμουνιστική ανταρσία.
Για την προσφορά του στο Έθνος και στους αγώνες του, ο Παπάγος με νομοθετικό διάταγμα που ψηφίστηκε ομόφωνα από την Βουλή των Ελλήνων, τον Οκτώβριο του 1949, θα ονομασθεί «Στρατάρχης».

Η κάθοδος στην πολιτική


Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Έθνος», μετά την νίκη του «Ελληνικού Συναγερμού» στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952.

Τον Ιούνιο του 1951 ο Παπάγος αναγγέλλει την ίδρυση νέου κόμματος με την ονομασία «Ελληνικός Συναγερμός». 
Η απόφασή του αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Βασιλέα Παύλου και του Στέμματος γενικότερα. 
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951, ο «Συναγερμός» ήρθε πρώτος με ποσοστό 36,5% αλλά δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να ασκεί αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Πλαστήρα. 
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952, ωστόσο, το κόμμα του Παπάγου θα λάβει 240 επί συνόλου 300 εδρών και θα σχηματίσει κυβέρνηση.
Θεωρείται και είναι το πρώτο μεταπολεμικό σταθερό κυβερνητικό σχήμα με μεγάλη λαϊκή απήχηση. Επιπλέον, μεταξύ των εκλεγέντων βουλευτών του «Ελληνικού Συναγερμού» συμπεριλαμβάνεται και η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής Ελένη Σκούρα. 
Ιδεολογικά ο σχηματισμός βασιζόταν στην πατριωτική Δεξιά με ανοίγματα στον Κεντρώο πολιτικά χώρο. 
Η στρατηγική αυτή δεν ήταν αποκλειστικά πολιτική που στόχευε μόνο σε εκλογικά κέρδη, αλλά ήταν και συνενωτική καθώς ο Παπάγος ήθελε να ξεπεραστεί ο διχασμός Βενιζελικών – Βασιλικών των προηγούμενων δεκαετιών, όπως επίσης και ο διχασμός της δεκαετίας του 1940 μεταξύ κομμουνιστών και μη κομμουνιστών, ώστε οι «παρασυρθέντες» να επιστρέψουν στον εθνικό κορμό.
Στην εσωτερική πολιτική, ο Παπάγος έλαβε δραστικά μέτρα με στόχο την οικονομική αναδιάρθρωση της χώρας μετά από τα δίσεκτα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου (1943-1949). 
Η αναδιοργάνωση της δομής του τραπεζικού συστήματος πέτυχε με την ενσωμάτωση της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας των Αθηνών. 
Η οικονομική πολιτική και οι αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έφεραν σε μεγάλο βαθμό την υπογραφή και την έγκριση του Υπουργού Συντονισμού, 
Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη. 
Σημαντική τομή στην ανάπτυξη του τουρισμού αλλά και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού, αποτέλεσε η υποτίμηση της δραχμής κατά 50%. 
Το μέτρο αυτό αν και αρχικά αντιμετωπίσθηκε με σκεπτικισμό και δισταγμό κατάφερε να σταθεροποιήσει την δραχμή και να προσφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη.
Σαν απόστρατος, ο πρωθυπουργός πλέον Αλέξανδρος Παπάγος έδωσε μεγάλη σημασία στην αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ένας από τους πιο δραστήριους υπουργούς της κυβέρνησης Παπάγου, ωστόσο, υπήρξε ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος Καραμανλής. 
Διετέλεσε υπουργός Δημοσίων Έργων την περίοδο 1952-1955. 
Το όνομά του θα κοσμεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την επομένη της κηδείας του Στρατάρχου, που ξαφνικά θα μάθει το πανελλήνιο πως διάδοχος πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο ίδιος. 
Πριν όμως φτάσουμε σε αυτό το γεγονός θα πρέπει να αναφερθούμε στο Κυπριακό ζήτημα που αποτέλεσε άμεσο προσωπικό στόχο του ίδιου του Παπάγου μέχρι τον θάνατό του.
Το Κυπριακό, η πολιτική του Παπάγου και ο ρόλος του Καραμανλή

Τον Ιανουάριο του 1950 έλαβε χώρα δημοψήφισμα στην Κύπρο με θέμα την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Το 95,7% των Κυπρίων (215.000 ψήφοι έναντι 224.700 ψηφισάντων) αποφάσισε την πλήρη ένωση με την μητέρα Ελλάδα. 
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η Εκκλησιαστική Σύνοδος της Κύπρου εξέλεξε νέο Αρχιεπίσκοπο τον μέχρι πρότινος Μητροπολίτη Κιτίου, Μακάριο Γ΄. Ο Μακάριος την ημέρα της εκλογής του δήλωσε: «Δεν θα επιτρέψω εις τον εαυτό μου ουδέ στιγμής ανάπαυσιν ή διακοπήν των προσπαθειών μου μέχρις ότου ιδώ την Ένωσιν μετά της Ελλάδος πραγματοποιουμένην«.
Η στάση των Ελληνικών κυβερνήσεων του Κέντρου όμως την αυτή περίοδο (1950-1952) απέφευγαν να ασχοληθούν με το ζήτημα για να μην προκαλέσουν την αντίδραση των Βρετανών, που δεν ήθελαν να δημιουργηθεί θέμα. 
Η αδρανής αυτή στάση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αλλάζει με την έλευση του Παπάγου στην εξουσία.
Τον Δεκέμβριο του ’52, ο πρωθυπουργός Παπάγος αρχίζει να κινεί το Κυπριακό τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας. 
Σε ερώτηση Βρετανού δημοσιογράφου της Daily Express, ο Στρατάρχης δήλωσε αποφασιστικά: 
«Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κύπρου επιθυμεί, όπως η νήσος παύση να αποτελή Βρεττανικήν αποικίαν και ενωθή με την Μητέρα Πατρίδα. 
Είμαι βέβαιος ότι με καλήν θέλησιν εξ αμφοτέρων των μερών το ζήτημα τούτο δύναται να λυθή ικανοποιητικώς. 
Ουχ ήττον, όμως, δεν υπάρχει ανάγκη να βιασθούν τα πράγματα«. 
Ήταν η πρώτη φορά που Έλληνας πρωθυπουργός έθετε ζήτημα ένωσης με διπλωματικό αλλά ταυτόχρονα με αποφασιστικό τρόπο.


Μακάριος και Καραμανλής.

Τον Απρίλιο του 1953 ο Μακάριος ζήτησε από τον Βρετανό Κυβερνήτη της Κύπρου να εφαρμοσθεί ουσιαστικά το δημοψήφισμα του ’50 που ζητούσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. 
Ένα μήνα μετά η απάντηση των Βρετανών ήταν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε η «σύμμαχη» χώρα: «Η Βρεττανική Κυβέρνησις δεν αντιμετωπίζει καμμίαν μεταβολήν εις την κυριαρχίαν της νήσου και θεωρεί το ζήτημα κλειστόν«!
Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο ξεκάθαρα για τη στάση των Βρετανών, όταν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους φτάνει στην Αθήνα ανεπίσημα ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, Άντονι Ήντεν. 
Ο Παπάγος συναντήθηκε μαζί του στο γραφείο του Βρετανού πρέσβη, Τσάρλς Πικ. 
Όταν ο Παπάγος ξεκίνησε συζήτηση για την Κύπρο, η βρετανική πλευρά προέβαλε κάποιες αντιδράσεις. 
Ο Έλληνας πρωθυπουργός τόνισε πως δεν είχε σκοπό να παραβλέψει «τον πόθο 400.000 Ελλήνων»
Τότε ο Ήντεν εμφανώς ενοχλημένος ενώ συνομιλούσε με τον Έλληνα πρωθυπουργό κατευθύνθηκε προς το παράθυρο του γραφείου αφήνοντας τον Παπάγο να μιλά στον αέρα.
Η προσβολή αυτή δεν έμεινε ασχολίαστη από τον Στρατάρχη. 
Δείχνοντας την ενόχλησή του απευθυνόμενος στον Ήντεν με έντονο ύφος του είπε: 
«Είμαι ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. 
Και όταν ομιλώ με κάποιον, αξιώνω να μου δείχνει το πρόσωπό του και όχι τα νώτα του». 
Ευθύς χωρίς να αναμένει απάντηση φεύγει από τη συνάντηση χτυπώντας δυνατά την πόρτα του γραφείου του Βρετανού πρέσβη. 
Από την στιγμή εκείνη, ο Παπάγος για τους Βρετανούς θεωρήθηκε επικίνδυνος και ξεκίνησαν τα σχέδια για την ανατροπή του.
Η ελληνική κυβέρνηση ήδη από τον Μάρτιο του 1954 άρχισε να ενισχύει μυστικά με αποστολή φορτίων όπλων τους Ελληνοκύπριους που επιθυμούσαν ένοπλο αγώνα. 
Ένα χρόνο μετά ο Γεώργιος Γρίβας με τους άνδρες του και την θρυλική ΕΟΚΑ, θα ανακοίνωνε την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών. 
Η μαγιά ήταν έργο του Παπάγου. 
Η κυβέρνηση ωστόσο θα διεθνοποιήσει το Κυπριακό προσφεύγοντας τον Αύγουστο του ’54 στον ΟΗΕ. 
Η ελληνική πλευρά ζητούσε την «εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής της ισότητας δικαιωμάτων και αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της νήσου Κύπρου«.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς όταν ήρθε η ώρα να συζητηθεί το θέμα στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ επεμβαίνοντας προκάλεσαν την αναβολή της συζήτησης. 
Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την αρχή της ασθένειας του Παπάγου. 
Ωστόσο η πολιτική της ελληνικής πλευράς δεν επηρεάζεται ούτε αλλάζει. Μοιραία όμως προκαλεί την αντίδραση όχι μόνο των Βρετανών αλλά και των Τούρκων. 
Εξυπακούεται πως τους τελευταίους καθοδηγούν οι Βρετανοί.
Απόρροια της όξυνσης των σχέσεων με την τουρκική πλευρά υπήρξαν τα Σεπτεμβριανά του 1955, που οδήγησαν στον διωγμό μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια περίοδο, στην γενική συνέλευση του ΟΗΕ, η επιτροπή απέρριψε την εγγραφή της ελληνικής προσφυγής για συζήτηση του θέματος με ψήφους 28 κατά, 22 υπέρ και 10 αποχές.
Εν τω μεταξύ, η ασθένεια του Παπάγου συνεχιζόταν με αποτέλεσμα στις 4 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Στρατάρχης να αφήσει την τελευταία του πνοή. 
Το επίσημο ανακοινωθέν του προσωπικού του ιατρού και βουλευτή Μεσσηνίας, Νικολάου Μπόμπολα, έκανε λόγο για καρδιακή ανεπάρκεια. 
Έκτοτε πολλά έχουν γραφεί και υπονοηθεί για το απρόσμενο τέλος του Παπάγου. 
Έχουν εκφρασθεί και υπόνοιες για δολοφονία του Στρατάρχη με δάκτυλο των Αγγλοαμερικανών εξαιτίας της στάσης της κυβέρνησης Παπάγου στον Κυπριακό. 
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι μυστικές υπηρεσίες Βρετανίας και ΗΠΑ φρόντιζαν αρκετό καιρό πριν το βιολογικό τέλος του Στρατάρχη την διαδοχή του στον πρωθυπουργικό θώκο με πρόσωπο αρεστό σε αυτές.
Σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη, το βασιλικό ζεύγος ήδη από το καλοκαίρι του 1955 προπαρασκεύαζε προσεκτικά την διαδοχή πάντα σε αγαστή συνεργασία με τις αμερικανικές και βρετανικές υπηρεσίες. 
Αποκαλυπτική είναι και η αναφορά της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς το Foreign Office, στις 15 Σεπτεμβρίου 1955: 
«Και ο Καραμανλής είναι πολύ σημαντική προσωπικότητα. Φαίνεται ότι οι Αμερικανοί τον προετοιμάζουν για να αναλάβει μια μέρα το αξίωμα του πρωθυπουργού«. 
Όλα αυτά ενώ βρισκόταν εν ζωή ο Παπάγος και ενώ ο άρρωστος πρωθυπουργός λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή είχε ορίσει διάδοχό του τον Στέφανο Στεφανόπουλο.

Ο Καραμανλής διορισμένος πρωθυπουργός

Και ενώ ο Παπάγος ορίζει τον Στέφανο Στεφανόπουλο διάδοχο, ο βασιλιάς Παύλος την ίδια μέρα και πριν πραγματοποιηθεί η κηδεία του Στρατάρχη, διορίζει τον τότε Υπουργό Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών, Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά παράβαση του Συντάγματος. 
Η αρχική έκπληξη έδωσε τη θέση της στην αντίδραση του Στεφανόπουλου, ο οποίος μέσα στη Βουλή μίλησε εναντίον του βασιλιά και χειροκροτήθηκε από 120 βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού


Ο Παπάγος με τον Στ. Στεφανόπουλο.

Βέβαια η ενέργεια του βασιλέα δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα προσωπικής βούλησης. 
Ήταν πρωτίστως, επιθυμία των Αγγλοαμερικάνων, που είχαν εξασφαλίσει την διαβεβαίωση του Καραμανλή, πως το Κυπριακό δεν θα αποτελούσε σημαντικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής σε κυβέρνηση δική του. 
Αυτό προκύπτει αν αναλογιστεί κανείς τόσο τη γενικότερη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής του Καραμανλή όσο και με το περίφημο «Μνημόνιο Πιπινέλη» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νεολόγος Πατρών», στις 21-12-1958 από τον πρώην βουλευτή και διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Πιπινέλη, Π. Σωτηρόπουλο. 
Σύμφωνα με τον ίδιο, το μνημόνιο συντάχθηκε 40 ημέρες πριν τον θάνατο του Παπάγου και υποσχόταν ξεκάθαρα στους δυτικούς πως δεν θα ανακινούσε θέμα Κύπρου ο Καραμανλής αν τον προωθούσαν στη θέση του πρωθυπουργού. 
Για την ακρίβεια το μνημόνιο έκανε λόγο: «επί του Κυπριακού θα κατεβάλλετο προσπάθεια εξουδετερώσεως των αντιδράσεων της Κοινής Γνώμης προς συμβιβαστικήν επίλυσιν αυτού«.
Η δημοσιοποίηση του μνημονίου προκάλεσε αντιδράσεις στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο. 
Ο Πιπινέλης επιβεβαίωσε την γνησιότητά του ενώ όταν το ζήτημα έφτασε στην Βουλή, ο Πρωθυπουργός Καραμανλής δεν αρνήθηκε την ύπαρξη του κειμένου παρά μόνο την ακρίβεια του περιεχομένου.


Ο Καραμανλής στη Ζυρίχη το 1959, που οδήγησε στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης με τα γνωστά αποτελέσματα για την Κύπρο.

Η πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή ωστόσο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για την ακρίβεια του περιεχομένου του μνημονίου. 
Οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου (1959-1960) που υπεγράφησαν από τον ίδιο αποτέλεσαν εγγύηση οριστικής απομάκρυνσης της Κύπρου και εγκατάλειψης του ελληνοκυπριακού αγώνα για ένωση με την μητέρα Ελλάδα. 
Μια καταστροφικής πολιτικής που συνεχίστηκε το 1974 με το περίφημο «η Κύπρος κείται μακράν«