3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1943, ΛΙΓΚΙΑΔΕΣ, ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ *Πηγή πληροφοριών αποτέλεσε το βιβλίο «Μνήμες Κατοχής ΙΙΙ – ...
3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1943, ΛΙΓΚΙΑΔΕΣ, ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
*Πηγή πληροφοριών αποτέλεσε το βιβλίο «Μνήμες Κατοχής ΙΙΙ – Οι Λυγκιάδες στις φλόγες, του Κρίστοφ Σμινκ – Γκούσταβους, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2011.
«Μας πήραν [οι Γερμανοί] ένα σωρό γυναίκες και παιδιά και μας σαλαγούσαν σαν κοπάδι κατά τον απάνω μαχαλά.
Φτάκαμαν στο σπίτι του Χολέβα.
Μας έμπασαν όλους μέσα στο κελάρι και βάρεσαν με το πολυβόλο μέσα στο σωρό.
Εμένα μια σφαίρα τρύπησε τη σακούλα με τις παράδες και βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι.
Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθεια.
Ήμουν πνιγμένη στα αίματα.
Ήμουν πνιγμένη στα αίματα.
Οι Γερμανοί ψηλά αναποδογύριζαν το σπίτι.
Είχαν βάλει φωτιά στη σκεπή.
Τώρα οι φλόγες κατέβαιναν στο κελάρι.
Μια μεγάλη γλώσσα κατέβαινε και έγλυφε το κεφάλι του παιδιού μου.
Άκουσα που τσίριζαν οι σάρκες του που καίγονταν και έρχονταν στη μύτη μου η κνίσσα τους.
Ο αέρας είχε γεμίσει από τη μυρουδιά της σάρκας του παιδιού μου, η ανάσα μου πιάστηκε, πετάχτηκα στην πόρτα.
Η κνίσσα από τις σάρκες του μου γιόμισε τη μύτη, μου φάνηκε πως κατάπινα κομματάκια από το παιδί μου.
Δε βάσταξα, πήρα τον ανήφορο.
Η μυρουδιά με κυνηγούσε.
Σταμάτησα εκεί που δεν μ’έφτανε ο καπνός.
Δεν έβλεπα, δεν άκουγα σε λίγο τίποτα…
Μονάχα μύριζα… Μύριζα και ήθελα να κρατήσω την ανάσα μου να μη μυρίζω.
Μα δεν μπόρεγα».
Μονάχα μύριζα… Μύριζα και ήθελα να κρατήσω την ανάσα μου να μη μυρίζω.
Μα δεν μπόρεγα».
Η ανωτέρω μαρτυρία ανήκει στην Ελένη Χολέβα, από τους λιγοστούς επιζώντες της σφαγής των Λιγκιάδων από τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα στις 3 Οκτωβρίου 1943.
Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών στην Ήπειρο και γενικότερα στην ελληνική επικράτεια.
Δύο μέρες νωρίτερα, αντάρτες του ΕΔΕΣ υπό την αρχηγία του Κώστα Τόλη, σκότωσαν σε ενέδρα τον σφαγέα του Κομμένου, συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ.
Ο θάνατος του Ζάλμινγκερ προκάλεσε «ψύχωση» στους Γερμανούς.
Ο στρατηγός Λαντς, υπεύθυνος στον τομέα της Ηπείρου διέταξε άμεσα την εκτέλεση των αμάχων σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο της δολοφονίας του φίλου του Ζάλμινγκερ.
Ειρωνεία του όλου θέματος αποτελεί το γεγονός πως μεταπολεμικά ο Λαντς αν και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών στη δίκη της Νυρεμβέργης σαν «εγκληματίας πολέμου», δεν πλήρωσε ποτέ για τα εγκλήματα που ο ίδιος είχε διατάξει.
Το 1951, μετά δηλαδή από 4 μόλις έτη, αποφυλακίστηκε ελέω αμνηστίας των συμμάχων προς τους ανώτερους αξιωματικούς των Ναζί.
Το «ανεξιχνίαστο» της όλης υπόθεσης είναι πως και η εισαγγελία Μονάχου έπαυσε την ποινική δίωξη των εγκληματιών πολέμου ανώτατων αξιωματικών καταλήγοντας στο συμπέρασμα «πως δεν επαρκούν τα επιβαρυντικά στοιχεία των κατηγορουμένων».
Έτσι ο Λαντς και πολλοί άλλοι εγκληματίες πολέμου δεν πλήρωσαν ουσιαστικά ποτέ για τις σφαγές των Λιγκιάδων, του Κομμένου κλπ.
Κατά την έρευνα ωστόσο του Γερμανού ιστορικού Κρίστοφ Σμινκ – Γκούσταβους, στο αρχείο του Λούντβιγσμπούργκ, υπήρχε σχετικός φάκελος για τη σφαγή στους Λιγκιάδες που ανέφερε σημαντικά στοιχεία:
«Τοποθεσία του εγκλήματος: Λυγκιάδες Ιωαννίνων
Ημερομηνία του εγκλήματος: 3.10.1943
Κατηγορίες: Τραυματισμοί, εκτελέσεις, πυρπόληση του χωριού, λεηλασίες, κατάσχεση ζώων, απανθράκωση ανθρώπων, κακοποιήσεις, τυφεκισμοί 40 παιδιών
Κατηγορούμενοι και μονάδες: 1) Λαντς Χούμπερτ, 2) Μάγιερ, ταγματάρχης, 3) Φον Στέττνερ Βάλτερ, υποστράτηγος, διοικητής της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών, 4) Μπάουελ Καρλ, αξιωματικός από το Μόναχο, 5) υποδιοικητής του Μπάουερ με μικρό όνομα Χανς, 6) Λέδι (ή Λέντι;), λοχαγός, 7) Σχιούμαχερ Καρλ, ανθυπολοχαγός από τη Βαυαρία»
Ο ίδιος ιστορικός θα γράψει στην έρευνά του πως ενώ όλα ήταν γνωστά η δίκη δεν έγινε ποτέ.
Η συγκάλυψη των εγκλημάτων αυτών από την γερμανική δικαιοσύνη, καθιστά αυτόματα και την ίδια συνένοχη.
Το μνημείο με τα ονόματα των αμάχων που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, όπως είναι σήμερα στους Λιγκιάδες.
Ωστόσο όλοι οι Γερμανοί δεν είχαν την ίδια συμπεριφορά. Κατατοπιστική είναι η μαρτυρία του γιαννιώτη Ιωάννη Νούσια.
Στο σπίτι τους τότε οι Γερμανοί επιτάξανε ένα από τα τρία δωμάτια του.
Σε αυτό έμεναν δύο Γερμανοί αξιωματικοί.
Οι Καρλ Σχιούμαχερ και Καρλ Μπάουερ.
Ο πρώτος ήταν εξευγενισμένος άνθρωπος και φιλήσυχος. Εκμυστηρεύθηκε στον 36χρονο τότε Ιωάννη Νούσια πως την επόμενη μέρα θα γινόταν το ολοκαύτωμα στους Λιγκιάδες:
«Ένα απόγευμα ήρθε σε μένα και είπε:
«Έλα Ιωάννη!
Βλέπεις αυτό το χωριό απέναντι;»
Και μου έδειχνε τους Λυγκιάδες.
«Αύριο καπούτ!» – Τρομαγμένος τον ρώτησα: «Μα, γιατί;»
– «Οι δικοί μας λένε: Μπαντίτ!
Εκεί επάνω – όλοι τους μπαντίτ!
Έκαναν σαμποτάζ!» – «Μα πως; Σαμποτάζ εκεί πάνω; Αδύνατο!
Δε γίνεται!» – «Όχι εκεί επάνω!
Στο δρόμο προς την Πρέβεζα έγινε το σαμποτάζ! Τώρα θα σκοτώσουν όλους εκεί επάνω!
Μα χωρίς εμένα!
Εγώ δεν θα πάω! Θα πω ότι είμαι άρρωστος.
Πήγαινε τώρα εσύ, να τους ειδοποιήσεις!
Τρέξε!
Για να φύγουν όλοι απ’ το χωριό! Θα σε συνοδέψω μέχρι την πλατεία. Σήκω! Πάμε!«.
Ο Νούσιας ενημέρωσε τον πρόεδρο της κοινότητας των Λιγκιάδων, Σιαφάκα.
Ωστόσο ο απεσταλμένος του προέδρου δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει εγκαίρως τους συγχωριανούς του.
Ο έτερος αξιωματικός Καρλ Μπάουερ ήταν ιδιαίτερα σκληρός άνθρωπος.
Ο Νούσιας θεωρούσε πως η απάνθρωπη σκληράδα του ήταν απόρροια των όσων φρικιαστικών έζησε στον Καύκασο.
Αυτό τουλάχιστον του είχε εκμυστηρευθεί ο ίδιος, πως ενώ πολεμούσε στον Καύκασο κατά των Σοβιετικών οι τελευταίοι τους είχαν αποκλείσει σε μια κορυφή χωρίς νερό.
Μόνος τρόπος να επιζήσουν ήταν να πιουν αίμα από κάποιο Γερμανό συμπολεμιστή τους που έπεφτε νεκρός στο πεδίο της μάχης.
Εξυπακούεται πως ο Μπάουερ συμμετείχε με αυταπάρνηση στο ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων.
Μάλιστα μετά από αυτό επέστρεψε στο επιτεταγμένο δωμάτιο μεθυσμένος.
Όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί.
Αφού συνήλθαν κοιτούσαν πως να ανταλλάξουν τα αντικείμενα και τα ζωντανά που είχαν κλέψει μετά την καταστροφή.
Το πλιάτσικο των ανδρών της Βέρμαχτ επικεντρωνόταν σε ότι έβρισκαν. Πρωτίστως σε κοτόπουλα, άλογα, αγελάδες, πρόβατα και καρύδια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωρικών.
Τα αντάλλασσαν με ούζο ή τσίπουρο στα Γιάννενα με τους ντόπιους.
Ωστόσο οι Γερμανοί δεν έμειναν μόνο στις εν ψυχρώ εκτελέσεις και στο πλιάτσικο.
Προέβησαν και σε πράξεις απόλυτης εξαθλίωσης γυναικών πριν την εκτέλεση.
Η περίπτωση της νεαρής και όμορφης μητέρας, του εμβρύου τότε Παναγιώτη Μπαμπούσκα, είναι χαρακτηριστική.
Οι Γερμανοί την βίασαν και την άφησαν γυμνή αφού την σκότωσαν.
Οι πληγές και τα σημάδια ήταν εμφανή, σύμφωνα με μαρτυρίες χωρικών που επισκέφθηκαν το χωριό την επόμενη μέρα της καταστροφής.
Αυτό συνέβη και σε άλλες κοπέλες.
Ωστόσο η νεαρή μητέρα είχε και το μωρό μαζί της, το οποίο οι στρατιώτες της Βέρμαχτ δεν λυπήθηκαν και λόγχισαν με την ξιφολόγχη ενός όπλου.
Για καλή του τύχη όμως το μωρό δεν πέθανε και βρέθηκε, να θηλάζει το στήθος της νεκρής μητέρας του, από χωρικούς λίγες ώρες μετά.
Αμέσως στάλθηκε στο νοσοκομείο ανταρτών του ΕΛΑΣ, για περαιτέρω φροντίδα.
Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας ζει σήμερα στην Ελευσίνα και το σημάδι από την λόγχη υπάρχει ανεξίτηλο στην πλάτη του
-
Αξίζει να τονισθεί πως τον Μάρτιο του 2014 επισκέφθηκε τους Λιγκιάδες ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας Γιόχακιμ Γκάουκ με τη σύζυγό του, προσκεκλημένος του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Καρόλου Παπούλια και απότισε στεφάνι σαν φόρο τιμής στο μνημείο των Λιγκιάδων.
Η συμβολική πράξη αποτελεί μια σωστή αρχή αρκεί να συνεχιστεί με πράξεις αποζημίωσης τόσο προς την κοινότητα των Λιγκιάδων αλλά και στα οφειλόμενα προς την χώρα, που ακόμη οφείλουν οι Γερμανοί από την εποχή εκείνη.