Πίστευε στην οργάνωση των σχολείων κατά το μοναστηριακό σύστημα Ο Καποδίστριας βρήκε την Παιδεία διαλυμένη και στην ουσία μη...
Πίστευε στην οργάνωση των σχολείων κατά το μοναστηριακό σύστημα
Ο Καποδίστριας βρήκε την Παιδεία διαλυμένη και στην ουσία μη λειτουργούσα λόγω των χρόνων του πολέμου από
το 1821 και μετά.
«... Διά τα σχολεία χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων».
Οι ιδέες του Καποδίστρια για την παιδεία των Ελλήνων πήγαζαν από το Πιστεύω του.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε αυτό που ο ίδιος έγραφε:
«... Αποτελεί Θεία τιμή το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες, με τις γνώσεις της Ιεράς μας Θρησκείας, να τους εκπαιδεύσει στην πάτριον γλώσσα και να τους προπαρασκευάσει για ανώτερες Πανεπιστημιακές σπουδές».
Δεν είναι τυχαία η ίδρυση Υπουργείου «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν»,με γραμματέα τον Ν. Χρυσόγελο, που είχε την ευθύνη για τα Εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά θέματα, μια συνύπαρξη που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Στις 8 Οκτωβρίου 1829 ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας έγραφε:
«ότι η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν, είναι δύο υπηρεσίες αχώριστες ως μίαν εχούσας αρχήν, τον Πατέρα των Φώτων, και προς ένα συντρεχούσας σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν».
Ο Καποδίστριας πίστευε ότι ο λαός έπρεπε να μορφωθεί διότι αλλιώς θα υπερίσχυε το «δίκαιο του ισχυρότερου στηριζόμενο εις την αμαθίαν και αποκτήνωσιν του πλήθους».
Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και την προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα πίστευε στην οργάνωση των σχολείων κατά το μοναστηριακό σύστημα.
προσέθετε αναγνώσματα από πατερικά κείμενα κατά την ώρα του γεύματος και την ώρα του δείπνου.
Εβαλε σκοπό και στόχο την ίδρυση ενός τουλάχιστον σχολείου σε κάθε χωριό και κωμόπολη «Εντεύθεν και καταγίνομαι μετ' επιμονής μάλιστα εις τα τρία ταύτα, να συστήσω εις πάσαν κοινότητα έν ή περισσότερα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να βάλω θεμέλια τυπικών σχολείων και σχολείων τεχνών και εργοχείρων, ...» με σύστημα διδασκαλίας την αλληλοδιδακτική μέθοδο.
Η αλληλοδιδακτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα στην Αγγλία και τελειοποιήθηκε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία του Sarazin.
Ονομάστηκε έτσι για το λόγο ότι με την καθοδήγηση του δασκάλου χρησιμοποιούνταν οι καλύτεροι μαθητές (οι πρωτόσχολοι) για να διδάσκουν τους υπόλοιπους μαθητές στις μικρότερες τάξεις.
Η αλληλοδιδακτική εισήχθη στην Ελλάδα επίσημα απο τον Ιωάννη Κοκκώνη στα χρόνια του Καποδίστρια, ο οποίος και μετέφρασε (1830) τον οδηγό της αλληλοδιδακτικής μεθόδου του Σαραζίνου.
Ο Καποδίστριας προχώρησε στη σύσταση ειδικών επιτροπών που θα επιδίδονταν «εις την μετάφρασιν και σύστασιν βιβλίων στοιχειωδών και εις την αναθεώρησιν συγγράμματος ήδη μεταφρασμένων, συντεινόντων προς ομοιόμορφον και τελειότερον οργανισμόν των αλληλοδιδακτικών και τυπικών σχολείων».
Με το υπ’ αριθ. 46 διάταγμα της 18 Οκτωβρίου 1829 συστήθηκε, την οποία αποτελούσαν τέσσερις αρχιερείς ο Αιγίνης Γεράσιμος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Ρεθύμνης Ιωαννίκιος και ο Κυρήνης Παρθένιος.
Σ’ αυτήν ανατέθηκε η σύνταξη θρησκευτικών σχολικών βιβλίων (Ευχολογίου, Σύνοψης και Κατήχησης), με βάση το σχέδιο που είχε εκπονήσει ένας άλλος αξιόλογος εκκλησιαστικός άνδρας και λόγιος της εποχής, ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός.
Ο Καποδίστριας έδιδε μεγάλη σημασία στην ύπαρξη μιας Σύνοψης ώστε κάθε Έλληνας να μάθει να προσεύχεται αλλά και να διαβάζει και να μαθαίνει σωστά την γλώσσα του.
Άλλη επιτροπή πάλι, επιφορτίστηκε να επιλέξει μια γραμματική και ένα ανθολόγιο που θα χρησιμοποιούνταν στα Ελληνικά σχολεία. Μέλη της ήταν τρεις σημαντικοί λόγιοι-εκπαιδευτικοί της εποχής, ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Γεώργιος Γεννάδιος και ο Ιωάννης Βενθύλος, από τους οποίους οι δύο πρώτοι είχαν εκπονήσει το 1828 και άλλη μια μελέτη σχετική με τα σχολικά βιβλία.
Επίσης συστήθηκε η «Επί της Προπαιδείας Επιτροπή» και ανατέθηκε το σημαντικό έργο «των βιβλίων και των αντικείμενων, όσων η Κυβέρνησις έχει χρείαν διά να οργανώση ακολούθως τα αναγκαία εις την Επικράτειαν αλληλοδιδακτικά σχολεία».
Μέλη της ήταν oι Dutrone, Ιωάννης Κοκκώνης και Νεόφυτος Νικητόπουλος εποπτευόμενη από τον Ανδρέα Μουστοξύδη.
Καρπός όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η ίδρυση στηνΑίγινα,τουΟρφανοτροφείου.
Στο Ορφανοτροφείο λειτουργούσαν παράλληλα τρία αλληλοδιδακτικά σχολεία.
Το ένα ονομάστηκε Ευνάρδειο:
«διότι δαπάναις του Ευνάρδου εκτίσθη και συνετηρήθη».
Λειτούργησαν πολλά χειροτεχνεία (τορνευτικής, πλεκτικής, ξυλουργικής, σιδηρουργείας, σκυτοτομικής, ραπτικής, τυπογραφίας, βιβλιοδετικής, λιθογραφείας κτλ).
Στο Ορφανοτροφείο διδασκόταν και το μάθημα της μουσικής με αποτέλεσμα να συσταθεί και χορωδία.
Ο Καποδίστριας όταν επισκέφθηκε το Ορφανοτροφείο και διαπίστωσε την πρόοδο των μαθητών στην μουσική ενέκρινε με Διάταγμα του την αγορά 12 βιολιών και ειδική στολή για τα μέλη της χορωδίας «λευκὸν ποδήρες ένδυμα και ζώνην κυανόχρουν».
Επιπλέον λειτούργησε Πρότυπο Σχολείο το οποίο είχε σκοπό τη μόρφωση δασκάλων που θα στελέχωναν τα αλληλοδιδακτικά σχολεία.
Επίσης ιδρύθηκε το Κεντρικό Σχολείο την 1η Νοεμβρίου 1829 με το υπ.άρ. 97 ψήφισμα που σκοπό είχε τη μόρφωση των νέων που θα ήθελαν να ακολουθήσουν Πανεπιστημιακές σπουδές.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το ορφανοτροφείο και τα χειροτεχνεία φυτοζωούσαν και αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα λόγω της αδιαφορίας από την πολιτεία.
Επιπλέον, στην Αίγινα ιδρύθηκε η Εθνική Τυπογραφία.
Στην Τίρυνθα, η Αγροτική Σχολή για τη διδασκαλία των σύγχρονων τρόπων γεωργικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο Ναυπλίου, η Εκκλησιαστική Σχολή στη μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο για την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών, το Εμπορικό Σχολείο στην Ερμούπολη από τους εμπόρους της πόλης.
Σχολεία ιδρύθηκαν στο Ναύπλιο, στο Άργος, στην Τρίπολη, στην Αθήνα , στην Αίγινα, στον Πόρο, στην Ύδρα, στο Γαλαξείδι, στη Ναύπακτο, στη Μεθώνη, στα Φιλιατρά, στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Σκιάθο, στη Σύρο, στην Αμοργό και σε πολλές άλλες πόλεις και νησιά.
Συστήθηκαν δευτεροβάθμια σχολεία τα οποία ονόμαζε "πρότυπα" ή "τυπικά", ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν και τα λεγόμενα Ελληνικά σχολεία.
Στις 19 Ιανουαρίου 1831 παραχωρήθηκε χώρος από τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Δήμο Φιλιατρών με τον όρο να κτιστεί εκεί από το Δήμο Δημοτικό Σχολείο και ο υπόλοιπος χώρος να καλλιεργείται για την ενίσχυση του Σχολείου:
«Παραχωρείται στην Κωμόπολη της Αρκαδίας Φιλιατρά εθνικός τόπος εκτάσεως 11 στρεμμάτων στο κέντρο της Κωμοπόλεως για την οικοδομή διδακτικών καταστημάτων.
Όσο μέρος της περιοχής αυτής δεν οικοδομηθεί, θα είναι και θα παραμείνει αναφαίρετος ιδιοκτησία των σχολείων και τα εισοδήματα που θα προέρχονται από τη καλλιέργειά της θα πηγαίνουν για τη συντήρηση των σχολείων».
Ο Καποδίστριας έδωσε και μεγάλη βαρύτητα στη μόρφωση των κοριτσιών, σε μια εποχή κατά την οποία η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη.
Για την εκπαίδευση των κοριτσιών λειτούργησε στη Σύρο, στην Τήνο και στο Ορφανοτροφείο Αιγίνης σχολείο θηλέων. Στην Κόρινθο λειτούργησε μεικτό σχολείο.
Ο Καποδίστριας μερίμνησε και για την βιωσιμότητα των σχολείων και ίδρυσε το "Γαζοφυλακίο" οι πόροι του οποίου προορίζονταν για την οικονομική ενίσχυση των σχολείων.
Προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας για όλους τους μαθητές στο πλαίσιο της παροχής ίσων ευκαιριών μόρφωσης σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Παρόλο που η ανάγκη για επιμόρφωση των δασκάλων ήταν τεράστια δεν δέχτηκε την πρόταση του Γερμανού Χριστιανού-Λουδοβίκου Κορκ να ιδρύσει Διδασκαλείο για τη μόρφωση αλληλοδιδασκάλων.
Αυτό διότι ο Καποδίστριας ήξερε ότι είναι προτεστάντης και επιπλέον ήταν μια εποχή κατά την οποία η Κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην ίδρυση του Πρότυπου Σχολείου στην Αίγινα.
Φιλοδοξούσε στην ίδρυση, εν ευθέτω χρόνω, Πανεπιστημίου, αφού συγκεντρώνονταν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι αλλά και οι υποψήφιοι φοιτητές.
Όπως είπε ο Νικόλαος Δραγούμης:
«Διότι την δημοτικήν αγωγήν θηρεύων εκείνος δεν εθήρευεν ως σκοπόν και τέρμα της όλης εκπαιδεύσεως, αλλ' ως προστοιχείωσιν εις ανωτέραν βαθμίδα.
Μωρός δε ο αρχιτέκτων ο ανεγείρων οικίαν, μεγάλην μάλιστα και πολυτελή, άνευ θεμελίων, τοιαύτην όμως μωρίαν δεν είχεν ο Κυβερνήτης.
Την ανωτάτην παιδείαν και ηγάπα και ετίμα και παρεδέχετο και την επί τον νούν και την καρδίαν ευγενεστάτην επίδρασιν των αρχαίων συγγραφέων ωμολόγει είπερ τις και άλλος, διότι είπερ τις και άλλος είχε μελετήσει αυτούς».
Προχώρησε στην έκδοση, στις αρχές του 1831 στην Αίγινα της φιλολογικής, επιστημονικής και τεχνολογικής εφημερίδας ποικίλης ύλης ονόματι «ΑΙΓΙΝΑΙΑ» με την συνδρομή του Εθνικού Τυπογραφείου, υπό των Γ. Αποστολίδη Κοσμιτή.
Κύριος αρθρογράφος, μεταφραστής και υποκινητής της εκδοτικής φιλόδοξης προσπάθειας ήταν ο αεικίνητος Ι. Καποδίστριας πίσω από τα αρχικά Ι.Κ.
Ο Καποδίστριας δεν φρόντισε μόνο για την ίδρυση των σχολείων, αλλά και παρακολουθούσε από κοντά τη λειτουργία τους.
Αυτό προκύπτει και από την επιστολή του προς τον διευθυντή του αλληλοδιδακτικού σχολείου Ναυπλίου Κ. Νικητόπουλο, στην οποία έγραφε: «....ευφράνθην χθες ευρεθείς εν μέσω των μαθητών σας και ιδών την μελέτην αυτών.
Σας ευχαριστεί η Κυβέρνηση δια τον ζήλον καθ' ον διδάσκετε και εις επίδοσιν προάγονται 250 μαθητές μη χλιανόμενος την προαίρεσιν μηδέ καταργών την φιλόπατρη υμών προαίρεσιν υπό τας παντελείς στερήσεις των αναγκαίων...».
Επιβράβευε τους αρίστους μαθητές με υποτροφίες και βοηθούσε τους απόρους μαθητές να συνεχίσουν τις σπουδές τους: «Να μας σημειώσης εκείνους των μαθητών σου,όσοι έδωκαν αδιακόπως προφανή δείγματα της εμφύτου κλίσεως και ικανότητος των καθότι έχομεν σκοπόν να τους προσκαλέσωμεν δια να τελειοποιηθώσιν εις το πρωτότυπον σχολείον..».
Ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει:
«Της δ' αυτής αξιοθαυμάστου προνοίας έδιδε καθ' εκάστην δείγματα της εν Ελλάδι, αγωνιζόμενος διά παντός τρόπου να προβιβάζη τα της παιδείας και διά τούτο επισκεπτόμενος συνεχώς τα σχολεία, ενθαρρύνων ευμενώς διδάσκοντάς τε και διδασκομένους διά λόγου, βραβείων, ευσήμων και αυτογράφων ευχαριστηρίων επιστολών προς νεανίσκους».
Ήθελε οι δάσκαλοι να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να διδάξουν και προέτρεπε:
«Η επιτροπή δεν θέλει συστήσει ουδένα εις την Κυβέρνηση ως ικανό ινα διευθύνη αλληλοδιδακτικόν σχολείον, εαν δεν είναι ειδήμων της Γραμματικής, και ικανός να εξηγήση εις την καθομιλουμένην τον Αίσωπον,Ισοκράτην και Ξενοφώντα ευχής έργον ήτον να είναι ικανός να εξηγή και Ομηρον».
Επίσης εμψύχωνε τους δασκάλους:
«Διδάσκαλε, είπον μία των ημερών, οδηγείς τας ελπίδας της πατρίδος.» και τους ενίσχυε με χρηματικά βοηθήματα, «δια ν΄αποζημιώσωμεν δε κατά το δίκαιον τους διδασκάλους δια τα έξοδα, όσα μέχρι τούδε έκαμον, θέλοντες να διεγείρουν των μαθητών την φιλοτιμίαν, προσφέρομεν εις αυτούς δωρεάν ανα 300 γρόσια δι' έκαστον των μαθητών οσοι μέλλουν να γενούν παραδεκτοί εις το πρωτότυπον σχολείον».
Ενώ πολλοί υποστήριζαν ότι κατά τη σχολική περίοδο οι αργίες και οι διακοπές θα ήταν επιζήμιες για την πρόοδο των μαθητών, ο Καποδίστριας με ψήφισμα στις 16.1.1830 όρισε τα αλληλοδιδακτικά σχολεία της Επικράτειας να μην κάνουν μάθημα τις Κυριακές, τις Δεσποτικές, τις Θεομητορικές γιορτές και τις εορτές των μεγάλων Αγίων, και κατά τις γιορτινές μέρες, μετά τη Θεία Λειτουργία οι μαθητές να πηγαίνουν σχολείο και αφού γίνεται εξήγηση του Ιερού Ευαγγελίου της ημέρας, να αρχίζει η συνηθισμένη παράδοση.
Οι ώρες παράδοσης να είναι 9-12 το πρωί και 2-5 το απόγευμα και να έχουν διακοπές από 20η Ιουλίου μέχρι 1η Σεπτεμβρίου.
Τις ημέρες των διακοπών, εκτός από τις γιορτές, να γίνεται μάθημα μόνο μέχρι το μεσημέρι.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Χρυσόγελου, γραμματέα των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαίδευσης, τα λιγοστά σχολεία του αγώνα είχαν αυξηθεί μέχρι το 1831 σε 121, ενώ ο αριθμός των μαθητών σε 9.246 από τους οποίους οι 6.718 φοιτούσαν στα 75 αλληλοδιδακτικά που λειτουργούσαν την περίοδο αυτή στη χώρα.
Αν συγκρίνει κανείς την έκθεση του Dutrone κατά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης του Καποδίστρια, με την έκθεση του Ν.Χρυσογέλου στο τέλος του 1830, μένει κατάπληκτος από την έκταση της προόδου που σημειώθηκε μέσα σε δυο μόνο χρόνια.
Όπως ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει:
«Όπου δε αι κοινότητες εστερούνται ικανών πόρων ή τόπου προς οικοδομήν, σπεύδων ο Κυβερνήτης ήρχετο εις βοήθειαν.
Τηλικαύτη δε υπήρξεν η άμιλλα, ώστε εντός ολίγου ανεβλάστησαν ως εκ θαύματος σχολεία και το μέν πρώτον έτος ο αριθμός των διδαχθέντων ανά πάσα την Ελλάδα, μη έχουσα τότε πλέον τον εξήκοντα μυριάδων κατοίκων, ανέβει εις έξ χιλιάδας νέων, το δε δεύτερον, μόλις λήξαντος του πολέμου, υπήρχον εκατόν τριάκοντα αλληλοδιδακτικά και ελληνικά φοιτών δε χιλιάδες δώδεκα».